29 Σεπ 2022

ΒΙΔΩΣΕ ΚΑΛΑ ΤΗΝ ΒΙΔΑ, ΓΙΑΤΡΕ!

 Θυμάμαι πριν από καμιά τριανταριά χρόνια,  είχε βγει ο τότε καθηγητής-ακαδημαϊκός Νίκος Ματσανιώτης και γράψει ένα άρθρο στο οποίο προέβλεπε ότι ο πληθωρισμός των γιατρών, δηλαδή η υπερπαραγωγή γιατρών,  θα προκαλέσει τεράστια κοινωνικό πρόβλημα επειδή οι γιατροί δεν θα έχουν να φάνε και θα εκμεταλλεύονται τους ασθενείς, προκαλώντας άχρηστες επεμβάσεις και θεραπείες.

Προσπαθούσε δηλαδή να προειδοποιήσει ώστε να μην παράγονται πολλοί γιατροί από τις ιατρικές σχολές και να μη γίνονται αθρόες μεταγραφές από το εξωτερικό.

Θυμάμαι ότι μου είχε προκαλέσει εντύπωση το άρθρο γιατί πραγματικά φοβόμουν για το τι θα αντιμετωπίσω τα επόμενα χρόνια. 

Η αλήθεια είναι ότι, ως ένα βαθμό, επαληθεύτηκε η πρόβλεψη, τουλάχιστον μέχρι την κρίση του 2008. 

Μετά την κρίση όμως αντιστράφηκαν τα πράγματα:

η άσκηση της ιατρικής είχε ήδη γίνει πολύ επίπονη και επικίνδυνη λόγω της αμφισβήτησης του ιατρικού ρόλου.

Το ΕΣΥ αποδυναμώθηκε απελπιστικά γιατί οι ηλικιωμένοι γιατροί πήραν σύνταξη -αφού δεν  άντεχαν άλλη κακοποίηση-  και οι νέοι γιατροί πήγαν στο εξωτερικό για να σωθούν.

….αποτέλεσμα? 

…τα νοσοκομεία να μείνουν γυμνά.

Τις πταίει?

Κατά την γνώμη μου, είναι κοινωνικό και πολιτικό το θέμα. 

Κοινωνικό είναι διότι η κοινωνία έχει κρυφοεπιθετική στάση προς τους γιατρούς, αμφισβητώντας όχι μόνο το ήθος και τις προθέσεις τους αλλά και την επιστημονική επάρκεια και την γνώση τους: 

η κυρά Μαρία απέκτησε ιατρική άποψη απο το Google και την καταθέτει με αυτοπεποίθηση πάνω στην μούρη του γιατρού..

Αλλά είναι και πολιτικό θέμα,  διότι η πολιτεία δεν μερίμνησε επαρκώς ούτε για τα νοσοκομεία, ούτε για το σύστημα υγείας, ούτε για τους λειτουργούς της υγείας. 

Και όταν λέω δεν μερίμνησε,  εννοώ ότι όχι μόνο δεν έδωσε σωστούς μισθούς  και επαρκείς θέσεις, αλλά, δεν έδωσε και τον απαραίτητο σεβασμό που πρέπει στους εργαζόμενους. 

Απόδειξη τώρα με την πανδημία:  

όσο ζοριζόταν η κατάσταση και οι πολιτικοί ήταν χεσμένοι απ´ τον φόβο τους,  δώστου χειροκροτήματα και υποσχέσεις.

 …χειροκροτήματα, επαίνους, ένταξη στην ανθυγιεινή εργασία,  επιδόματα και δεν ξέρω τι…

….μόλις πέρασε σχεδόν η πανδημία, ξεχάστηκαν όλα και οι  υπουργοί απλά φωτογραφίζονται  σε κοινωνικές εκδηλώσεις προετοιμάζοντας την επανεκλογή τους.

Άμα το στύψεις όλο αυτό μαζί -και την κοινωνική και την πολιτική προσέγγιση - κατά την γνώμη  βγαίνει ένα ιδεολογικό ζουμί:

Η ζωή αποϊεροποιείται,  η επιστήμη πρώτα αποθεώθηκε και μετά αμφισβητήθηκε,  ο ιατρικός ρόλος υποβαθμίστηκε και,  τελικά, όλοι πίστεψαν ότι η αρρώστια είναι απλά σαν μια χαλασμένη πρίζα που μπορεί ο καθένας να την βιδώσει και να την ξεβιδώσει:  

μπορείς μόνος  σου να την φτιάξεις - φτιάξτο μόνος σου σαν το ΙΚΕΑ- η να φέρεις έναν ηλεκτρολόγο.

Αν αυτός δεν μπορεί να βιδώσει καλά τις βίδες, είναι πολύ απλό να φέρεις έναν άλλον ηλεκτρολόγο να τις βιδώσει.

Δηλαδή τι είναι ο γιατρούκος?

Ένας κακόμοιρος είναι που θα τον πληρώσεις θα σου κάνει τη δουλειά.

Σιγά τα λάχανα. 

Όταν όμως σφίξει ο κώλος σου, τότε αρχίζεις το άγχος, τον θυμό και τις διαλέξεις  για το «ιατρικό λειτούργημα» και τον «Όρκο  του Ιπποκράτη».

Και αυτός σε κοιτάζει με ένα απλανές βλέμμα,  δε βγάζει μιλιά και σηκώνεται και φεύγει.

Το κλίμα

 


ΓΕΡΟΝΤΟΕΡΩΤΕΣ

 ...ο έρωτας στους νέους μου φταίνεται κάτι χαριτωμένο: 

ένα χαριτωμένο και γουστόζικο  παιχνιδάκι της φύσης, για να κινητοποιήσει δυό φρέσκους, βιολογικά, οργανισμούς να αναπαραχθούν.

Αυτός είναι ο τελικός στόχος πέρα από τις ...τζιριτζάντζουλες.

Στην μέση ηλικία, ο έρωτας είναι οκ...μου φαίνεται απλά ...ανεκτός: μου θυμίζει κάτι ξεχασιάρηδες που τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο.

Ασθμαίνοντας, μπαίνουν μέσα νιώθοντας τυχεροί.

Στην προχωρημένη ηλικία, έχει κάτι τραγικό.

Έτσι μου φαινεται τουλάχιστον.

Μου έτυχαν κάτι ασθενείς με γεροντοέρωτες: κυρίως  με σωματικά συμπτώματα.

Δυστυχία.

Υποφέρουν ρε παιδιά... οι ερωτευμένοι γέροι και οι γριές.

Ανασφάλεια, αγωνία, ντροπή, ενοχές, υπαρξιακό άγχος.

Ντρέπονται τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, το σώμα τους, τους γείτονες και τον Θεό.

...λάθος: δεν ντρέπονται τον Θεό: θυμώνουν μαζί του.

Είναι κακός.

Μιά ζωή πεινούσαν και ονειρευόταν αρνιά στην σούβλα... και, ο Θεός, αφού τους ξέρανε στην πείνα, τους έδωσε άφθονα αρνιά αλλά εκπροθέσμως.

... όταν δεν είχαν δόντια να μασήσουν και στομάχι να χωνέψουν.

Μια εξηνταπεντάρα μου έλεγε για τον εραστή αλλά εξυμνούσε και τον θανόντα σύζυγο.

Κατασίγαση ενοχών.

...ο μακαρίτης... ήταν  «τέλειος» αλλά ατυχώς πέθανε πριν τρία- τέσσερα χρόνια.

Και ο εραστής ήταν «τέλειος» αλλά την εγκατέλειψε για την πρώην του .

Και ο Θεός,  που κινεί όλα τα νήματα, δεν καταλαβαίνει τίποτε.

Τα μπουρδουκλώνει πολύ τα πράγματα.

Πολύπλοκοι μηχανισμοί στην βιολογία, ακόμη πιό πολύπλοκοι στην  ψυχολογία και στο τέλος μπερδεύει και τους χρόνους στα πειράματα.

Όλα εκπρόθεσμα.

Προφανώς και θα γίνει μπάχαλο η δουλειά.

Εγώ πάντως είμαι απενοχοποιητικός: 

«ε τι να κάνουμε , συμβαίνουν αυτά...φυσιολογικά πράγματα, συνηθισμένα. Δεν είναι κάτι τρομερό! 

Δείτε το στις σωστές του διαστάσεις»

Με κοιτάνε απορημένα.

Απορούν  με το πόσο κουλ φαίνομαι.

Φυσικά και είμαι κουλ.

Πρέπει και εγώ να επιβιώσω.

27 Σεπ 2022

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

 ...αλήθεια, τι ξεχωρίζει την μεγάλη λογοτεχνία - και τέχνη- από την απλά καλή? 

Η καλή είναι αυτή που σέ συγκινεί, σε εκπλήσσει,σε προβληματίζει, σε παρακινεί, σου δημιουργεί ένα αίσθημα ευφορίας.

Πολύ ωραία όλα αυτά.

Σαν να πέρασες μερικές ώρες ή μερες  με κάποιον καλό και συναρπαστικό φίλο.

Η μεγάλη λογοτεχνία όμως, νομίζω πως έχει κάτι σαν νυστέρι: 

σου προκάλει κάποιο επώδυνο ερέθισμα γιατί σου αποκαλύπτει μιά σημαντική αλλά καλά κρυμμένη αλήθεια...

...μιά αλήθεια που σε αφορά.

Σαν άνθρωπο.

...ή πολλές αλήθειες.

Ακόμη περισσότερο επώδυνη, τότε.

...πχ τι είναι η Οδύσσεια,  εκτός απο μιά συρραφή παλαβών παραμυθιών με τέρατα, θανάτους, καταστροφές, δυστυχία?

Οι περιπέτειες ενός εφευρετικού και τολμηρού κακομοίρη?

Ναι, σε πρώτο επίπεδο.

Αλλά, στην ουσία, είναι  μιά πραγματεία και ένας ύμνος πάνω στον Νόστο, δηλαδή στην ανάγκη του ανθρώπου να δένεται με την Γή του, την Πατρίδα του και τους δικούς του ανθρώπους που είναι και αυτοί παιδιά της ίδιας Γής.

Το δέσιμο της ύπαρξης του ανθρώπου με το χώμα.

Το δικό του χώμα.

Κάτι που ξεφεύγει στο συγχρονο μαζοποιημένο και αστικοποιημένο ανθρωπάκι.

Που έχει παλαβώσει, μέσα στο ξερίζωμά του.

… πχ  «το Παλτό» του Γκόγκολ που διάβασα πρίν λίγο καιρό.

… είναι ένα νυστέρι: παίρνει την ανθρώπινη φύση  και την τραγικότητά της και την  φτιάχνει μεζέ που σου μπουκώνει βίαια  τό στόμα.

Ωραία μπουκιά, δεν λεω.

Αλλά τόσο μεγάλη και τόσο απότομα που στην χώνει , που πάει...λές... «αμάν θα πνιγώ».

Αυτη είναι η Τέχνη.

Βίαια αποκαλυπτόμενη αλήθεια με ένα πρωτότυπο και δημιουργικό τρόπο.

Αλλιώς, τρως ευκολοφάγωτα ρυζόγαλα.

26 Σεπ 2022

ΚΑΙ ΣΠΑΣΙΚΛΑΣ ΚΑΙ ΘΥΜΑ

...γιατρός είναι ένας σπασίκλας που επένδυσε όλη την ζωή του να μάθει μια δύσκολη και κουραστική δουλειά και γερνάει,  αξιολογούμενος από κομματάρχες, ασφαλιστές και επιχειρηματίες που προσπαθούν να βγάλουν μεροκάματο παρουσιάζοντας διαγράμματα με την απόδοσή του.

ΚΑΝΕ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΥΛΗ ΣΟΥ

 «Μεγάλο μερος της δυστυχίας μας προέρχεται από το ότι δεν είμαστε ικανοί να κάτσουμε  ήρεμα μόνοι μας σ’ ένα δωμάτιο».

Δεν είναι δικό μου, το είπε ο μεγάλος φυσικός, μαθηματικός και φιλόσοφος,  Πασκάλ.

Πχ ένα σωρό άθλιες σχέσεις και γάμοι έγιναν από ανασφάλεια και μοναξιά. 

Όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι θα είχαν γλυτώσει μεγάλη ταλαιπωρία,  αν μπορούσαν να περάσουν ήρεμα  και ωραία, συντροφιά με τον εαυτούλη τους. 

Αλλά δεν τους αρέσει, γαμώτο. 

Δεν τον αντέχουν για παρέα. 

Και δεν είναι μόνο οι σχέσεις που πάσχουν από την δυσανεξία στην μοναχικότητα...είναι και το μυαλό: οι αποφάσεις που παίρνουμε, ιδίως οι πιό δύσκολες, απαιτούν συγκέντρωση και τόλμη. 

Ένας παλαβωμένος που τρέχει πέρα δώθε στα μπαράκια και ακούει τον κάθε μαλάκα, σίγουρα δεν έχει την ηρεμία και νηφαλιότητα για οτιδήποτε . 

Ή παίρνει αποφάσεις παρορμητικά, ή αναβάλει συνεχώς και δεν κάνει τίποτε. 

Αλλά και οι καλύτερες ιδέες έρχονται σε στιγμές υψηλής αυτοσυγκέντρωσης. 

Ο Αρχιμήδης ήταν μόνος του στην μπανιέρα του όταν  του κατέβηκε η ιδέα για την άνωση των υγρών...δεν ήταν σε μπαράκι να λέει μαλακίες και να του κάνει η μουσική -νταπαντούπα - το μυαλό γιαούρτι.

24 Σεπ 2022

Η Οδύσσεια μετά την Οδύσσεια

 …κάποιοι προσπάθησαν να συμπληρώσουν τον Όμηρο και φαντάστηκαν τις περιπέτειες του Οδυσσέα μετα την επιστροφή στην Ιθάκη - μεταξύ των οποίων και ο Καζαντζάκης στο μεγαλόπνοο ποιητικό εγχείρημά του των 33.333 στίχων .


Η ποιητική συνέχεια της Οδύσσειας του  Καζαντζάκη, έχει ενδιαφέρον:


Υπόθεση: 

(περιγραφή του ιδίου)


Η νέα Οδύσσεια αρχίζει όπου τελεύει η Οδύσσεια του Ομήρου.


Ο Οδυσσέας, αφού σκότωσε τους μνηστήρες, πλαντούσε μέσα στο μικρό του νησί⋅ δε χωρούσε πια στη γυναίκα, στο γιο, στους παλιούς θεούς του, στην πατρίδα, κι αποφάσισε να φύγει πάλι από την Ιθάκη και να επιχειρήσει το στερνό του, το αγύριστο ταξίδι.


Διάλεξε λοιπόν μερικούς συντρόφους όπως τους πεθυμούσε: ψυχές γενναίες και λεύτερες, σώματα γερά, σκάρωσε καινούριο καράβι, πάντρεψε το γιο του με τη Ναυσικά για να του κάμουν εγγόνι να μη χαθεί η γενιά του, κι ένα πρωί έκαμε πανιά κι ανοίχτηκε στο πέλαο.


Άρχισε το μέγα στερνό ταξίδι. Άραξε πρώτα - πρώτα στο λιμάνι της Σπάρτης, ανέβηκε στην ξακουσμένη πολιτεία, γλίτωσε τον παλιό του συμπολεμιστή Μενέλαο από την ανταρσία του λαού, έφαγε κι ήπιε και κουβέντιασε μαζί του, άρπαξε την Ελένη, που πλαντούσε κι αυτή μέσα στη νέα ασήμαντη καθημερινή ζωή, κι έφυγε μαζί της.


Αράζει τώρα στην Κρήτη, που βρίσκεται στην παρακμή του μεγάλου πολιτισμού της. Οι βάρβαροι κι οι σκλάβοι, έχοντας τώρα το νέο όπλο, το Σίδερο, συνωμοτούν να ρίξουν το γερο-βασιλιά Ιδομενέα, κι ο Οδυσσέας γίνεται αρχηγός τους.


Μια νύχτα, στο μεγάλο βασιλικό συμπόσιο, ο Οδυσσέας δίνει το σημάδι, κι οι συνωμότες ορμούν: ο βασιλιάς κι οι σαπημένοι αρχόντοι κι οι αρχόντισσες σκοτώνουνται, το Παλάτι της Κνωσού καίγεται, η Ελένη δένει έρωτα μ' ένα ξανθό βάρβαρο, κι ο Οδυσσέας ξαναμπαίνει με τους συντρόφους στο καράβι κι απλώνει πάλι πανιά κατά νότου.


Αράζει στην Αίγυπτο. Αναβρασμός μέγας κι εδώ, οι σκλάβοι που πεινούν έχουν σμίξει με τους ξανθούς βάρβαρους του Βορρά και θέλουν να ρίξουν τους αρχόντους, τους παραχορτασμένους. Μια στιγμή ο Οδυσσέας διστάζει⋅ μα τέλος παίρνει απόφαση, μπαίνει μπροστά μαζί με τους σκλάβους, μα ο στρατός τους νικιέται, τον πιάνουν οι αρχόντοι και τον ρίχνουν στη φυλακή. Δένει εκεί φιλίες με τους νέους άγριους συντρόφους, και μέσα στην πείνα, στην αγωνία του και στη σκλαβιά της φυλακής πελεκάει σ' ένα ξύλο το πρόσωπο του νέου Θεού του: φοβερή μάσκα ανήλεη, όλο πληγές και αίματα, σαν τον Πόλεμο.


Κατορθώνει με δόλο να φύγει από τη φυλακή, ξεδιαλέγει πάλι, ανάμεσα στους πολεμιστές, σκλάβους κα βάρβαρους, τους πιο άγριους συντρόφους και κινάει μαζί τους πέρα, κατά την έρημο. Και πάει μπροστά, οδηγός, η μάσκα του νέου Θεού.


Φτάνει πολεμώντας με τις άγριες φυλές, στις πηγές του Νείλου, στην καρδιά της Αφρικής. Εκεί χτίζει την καινούρια πολιτεία του, την οχυρώνει, χαράζει απάνω στο φρούριο τις νέες παρήφανες εντολές του Θεού του, νομοθετώντας νέους δίκαιους νόμους. Χαίρεται που θα δημιουργήσει μιαν κοινωνία ελεύτερων, ατρόμητων ανθρώπων.


Μα τη μέρα που έκανε τα εγκαίνια της πολιτείας κι είχε κηρύξει μεγάλη γιορτή, γίνεται σεισμός, ανοίγει η γη και καταπίνει την πολιτεία. Βούλιαξε όλη.


Στα χείλη του γκρεμού που άνοιξε, ο Οδυσσέας, ολομόναχος πια, χωρίς συντρόφους, χωρίς ελπίδα, συγκεντρώνεται σαν ασκητής και μάχεται να νικήσει τη μοίρα. Αργά, ύστερα από φοβερό εσωτερικό αγώνα, το μυαλό του φωτίζεται, η ψυχή του νικάει, σηκώνεται όρθιος και ξαναρχίζει την πορεία.


Πορεύεται πάντα κατά το νότο, συναντάει στη μακρινή του οδοιπορία όλους τους μεγάλους αρχηγούς που έφεραν στους ανθρώπους μιαν καινούρια θρησκεία, μια χίμαιρα, μια νέα κοσμοθεωρία - τ' αρχέτυπα του Άμλετ, του Δον Κιχώτη, του Φάουστ, του Ομήρου, του Βούδα, του Χριστού. Ζει μαζί τους και μιλάει, μετράει την ψυχή του με την ψυχή τους και τους αφήνει ένα-ένα κι εξακολουθεί μόνος την πορεία.


Φτάνει στην άκρα της Αφρικής, στην αγαπημένη θάλασσα. Γελάει, κυλιέται στα χοχλάδια, παίζει μαζί της. Σκαρώνει το στερνό του καράβι, στενό, μικρό, σα φέρετρο. Αποχαιρετά τη γη, φεύγει. Περνάει την παγωμένη θάλασσα, τρικυμία ξεσπάει, συντρίβεται το καράβι σε άγρια χιονισμένα βράχια.


Παίρνει πάλι το δρόμο, πέφτει σ' ένα χωριό καμωμένο από χιόνι, όπου οι άγριοι κυνηγοί της φώκιας τον υποδέχουνται σα θεό. Μένει μαζί τους ένα χειμώνα, και την άνοιξη, ως έλιωσαν τα χιόνια, θηκαρώνει σε μιαν πλωτή από δέρμα φώκιας και ξαναπαίρνει πάλι το πέλαγο.


Λάμνει με τα κουπιά στον αβασίλευτο ήλιο, κι έρχεται ήσυχα ο Θάνατος και καθίζει αντίκρα του, στην πλώρα. Είναι απαράλλαχτος με τον Οδυσσέα, γέρος κι αυτός με άσπρα γένια, όλο πληγές. Χαμογελάει ο ένας στον άλλον, αρμενίζουν αμίλητοι, ένα παγόβουνο προβαίνει, πέφτει απάνω στην πλωτή, μα ο Οδυσσέας προφταίνει και σκαρφαλώνει απάνω στο παγόβουνο κι αρμενίζει μαζί του σα να' ναι καράβι.


Ο Οδυσσέας νιώθει [πως] έφτασε πια η στερνή του ώρα. Αποχαιρετά τις πέντε του αίστησες - την όραση, τη ακοή, τη γέψη, την άσφρηση, την αφή - και τις ευχαριστεί γιατί καλά του δούλεψαν, παράπονο δεν έχει.


Ανοίγει την αγκάλη, σέρνει φωνή, φωνάζει όλους τους αγαπημένους του συντρόφους - τους άντρες, τις γυναίκες που αγάπησε και το πιστό σκυλί του από την Ιθάκη. Ακούν τη φωνή του αφέντη, πετιούνται από τα μνήματα οι παλιοί συντρόφοι και κατά-φτάνουν⋅ το καράβι του Οδυσσέα γεμίζει πάλι συντρόφους. Χαίρεται ο Οδυσσέας, υποδέχεται όλο χαρά τους συντρόφους, σηκώνει το χέρι, δίνει με ατρόμητη θραιμβευτική φωνή το σημάδι του μισεμού:


«Όρτσα, παιδιά, και πρίμο φύσηξε του Χάρου το αεράκι».


[Ιδιόγραφη περίληψη που έστειλε ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη, στα τέλη Δεκεμβρίου του 1938, βλ. Π. Πρεβελάκης, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Αθήνα: εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη 1984, 476-479]


Συμπέρασμα : 

Τζάμπα πολεμούσαν οι έλληνες 10 χρόνια για να φέρουν την Ελένη πίσω: 

όταν το κατάφεραν,  η Ελένη τελικά πηδήχτηκε και με τον Οδυσσέα και με ένα ξανθό βάρβαρο γιατί έπληττε δίπλα στο Μενέλαο.

Αλλά τζάμπα πήγε και η αφοσίωσή της Πηνελόπης.

Τον περίμενε τον Οδυσσέα  20 χρόνια…

Δέκα του  Τρωικού πολέμου κσι δέκα της Οδύσσειας…

…και ο μαλάκας ο Οδυσσέας την  εγκατέλειψε γιατί βαριότανε και γύρισε τον κόσμο (αφού πρώτα έκλεψε και την Ελένη και την πήδηξε).

Ο Καζαντζάκης φαίνεται ότι δεν πίστευε ούτε στην αρετή των ανθρώπων, ούτε στην σταθερότητα του χαρακτήρα τους , ούτε στην αξία των μακροχρόνιων αγώνων με βάση αρχές και ηθική. 

Καιροσκοπισμός παντού, κατά τον μηδενιστή Καζαντζάκη .

Και λέω εγώ:

έπρεπε να γράψει 33.333 στίχους για να μπορέσει να το πει αυτό;

…έλεος επιτέλους…τι σου είναι η φιλοδοξία…

Πικάσσο και Μαρί-Τερέζ

  Πάντα πίστευα ότι ο Πικάσο ήταν απατεώνας και δούλευε κοινό και κριτικούς… …πουλώντας τρέλα, τα κονόμησε χοντρά: ζωγράφισε την δεκαεπτάχρο...