28 Ιουν 2023

πως αντέχω στο νησάκι





 ....δεν νιώθω την ανάγκη να πάω στην Αθήνα...και δεν είναι μόνο ο κορωνοιός.

Με ρωτάνε διάφοροι, συχνά, πως δεν πλήττω στο νησάκι.

... και μάλιστα αυτήν τη εποχή, που είμαστε  χωρίς τουρίστες και τα κλαμπ και τα άλλα «στέκια» είναι κλειστά η υπολειτουργούν.

Πως «αντέχω», πως δεν «φθείρομαι», πως δεν «πλήττω».

Λοιπόν η απάντηση είναι σύνθετη  και αν απαντήσω, θα κάνω διάλεξη και βαρυέμαι.

Βρήκα όμως ένα κείμενο του Φώτη Κόντογλου που ταιριάζει γάντι.

Έκανα ελάχιστες , μικρές μετατροπές και το κούρεψα και λιγάκι.

Αυτή λοιπόν είναι η απάντησή μου.

Ευλογημένε και σοφέ  Κυρ Φώτη, αυτό θα πεί λογοτεχνία:

 να μιλάς με την ψυχή σου και να μπαίνουν τα λόγια σου σε χιλιάδες στόματα που αδυνατούν να πουν τα ίδια πράγματα.

Δίνεις  φωνή στους μουγγούς.

Σαν και μένα.


«...Το φετινό καλοκαίρι είναι ακατάστατο. 

Μα και οι λίγες μέρες που είναι εντελως καλοκαιρινές, γεμίζουνε την ψυχή μας από κάποια αγαλλίαση που δεν την δίνει ποτέ ο χειμώνας. 

Η πλάση ημερεύει, τ’ άγρια τα βουνά δε φοβερίζουνε πια τον άνθρωπο, ούτε τα θυμωμένα σύννεφα, που στοιβιάζονται βαρειά το χειμώνα και γεμίζουνε το θόλο του ουρανού. 

Το φως είναι καθαρό. 

Το πρωί σηκώνομαι από τον ύπνο και γελά ο κόσμος του Θεού. 

Η μέρα είναι όμορφη σαν τον καλόν τον άνθρωπο. 

Οι αγέρηδες είναι αλαφροί και χαροποιοί, ακόμη κι ο γέρο Βοριάς είναι τώρα σα παλληκαρόπουλο. 

Αντί να βγάζει εκείνα τα φοβερά μουγκρίσματα, σφυρίζει γλυκά στα κλαδιά των δέντρων.

Όλα είναι ειρηνεμένα κι αναπαυμένα. 

Τα ζώα  ξαπλώνονται στον ίσκιο από κάτω από τα δέντρα ξέγνοιαστα και κοιμούνται. 

Τη νύχτα τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοιχτά κι ο κόσμος κάθεται ως τα μεσάνυχτα στις βεράντες, στις αυλές, στις ταράτσες. 

Ακούγονται από παντού φωνές. 

Φωνάζουνε και τα ζώα που κοιμούνται έξω στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ το χειμώνα δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι κλεισμένα. 

Ακούς τα πετεινάρια την αυγή, το γάιδαρο τη νύχτα. 

Α! Πόσο τις αγαπώ αυτές τις φωνές. 

Τη μέρα με το λιοπύρι τα τζιτζίκια τραγουδάνε απάνω στα δέντρα, αχολογά ο αγέρας σα να βγαίνει μια πυρκαγιά από φωνές, ενώ φλογίζονται γη κι αγέρας λες και βράζει κανένα λεβέτι. 

Το βράδυ σα σκοτεινιάσει και συντεφίζει ακόμη ο ουρανός κατά το βασίλεμα και στέκεται σα δροσοσταλίδα ο αποσπερίτης απάνω στο χάος του ουρανού, αρχίζει το τραγούδι του ένας μοναχικός μουσικός – ο γρύλος. 

Ενώ τα τζιτζίκια κάνουνε βουερή την καυτερή μέρα, ο γρύλος με το τρεμουλιαστό τρίξιμό του δεν κόβει την ησυχία της νύχτας, μα κάνει να τη νιώθεις πιο πολύ. 

Ω γρύλε, βλογημένο μαμούνι, που κρύβεσαι ντροπαλό, που ποτέ δε σε βλέπει μάτι σαν τραγουδάς. 

Θαρρεί κανείς πως ακούγει μιαν αγγελική φωνή από τον άλλο κόσμο. 

Μπροστά στο δικό σου το απλό, το λεπτό και μυστηριώδες τρίξιμο είναι, θαρρώ, χοντροειδείς βρόντοι και σαματάδες οι μουσικές που φτιάξανε οι άνθρωποι με την επιστήμη τους και με χίλιων λογιών όργανα.

Σε λίγο βγαίνει το φεγγάρι και ρίχνει το υδραργυρένιο το φως απάνω στη γή. Κι εγώ ρίχνω απάνω του την ματιά μου και ταξιδεύω μαζί του. 

Το φεγγάρι που αργοταξιδεύει στον ουρανό κι εσύ που κάνεις τρι τρι χωρίς να κουραστείς, νομίζει κανένας πως μετράς την αιωνιότητα. Καμιά φορά ακούγεται μαζί σου κι η ξαδέρφη σου η τριξαλίδα, που τραγουδά κι εκείνη σεμνά και ντροπαλά μέσα στην ησυχία της νύχτας. Μα το δικό σου τραγούδι είναι το πιο απαλό χάδι που ρίχνει σε ρεμβασμό την ψυχή μας. 

Σαν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και πυρώσει ο αγέρας από τον ήλιο, πλήθος ζούζουλα πετούμενα και περπατάμενα στο χώμα παρουσιάζονται. 

Μελίσσια, πεταλούδες λογιών λογιών, μύγες, μπούρμπουλοι, χρυσοβασιλιάδες, βουίζουν γύρω γύρω στα λουλουδισμένα αγιοκλήματα, στις αγριοτριανταφυλλιές, στις ακακίες, στις μουριές, όπου είναι πρασινάδα.

Κατά τα’ απόγεμα παίρνει ο μπάτης δροσερός από το πέλαγος και ζωογονεί την πλάση. 

Πέρα φαίνονται οι κάβοι γαλανοί. 

Η θάλασσα γλυκοκυματίζει και σιγοβουίζει. 

Στις ακροθαλασσιές κολυμπά ο κόσμος. 

Βάρκες, καΐκια διασταυρώνουνται στ’ ανοιχτά. 

Τραγούδια ακούγονται να βγαίνουνε από τα κύματα. 

Γλάροι κι άλλα θαλασσοπούλια πετάνε σα να ‘ναι πλεούμενα που ταξιδεύουνε στη ατμόσφαιρα. 

Η μοσχοβολιά της άρμης φτάνει ως απάνω στα βουνά. 

Τ’ αγεράκι σφυρίζει γλυκά. 

Από πάνω από αυτή τη γιορτή της πλάσης, ταξιδεύουνε αργά μέσα στον καταγάλανο ουρανό κάτι μικρά άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες από μαλακό χνούδι. 

Περνάνε ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας και πάνε χαρούμενα σε καιρό που φανερώνονται άλλα, από πέρα μακριά. 

Σα μικρές φουσκαλίδες κι έρχονται αργά κατά δώθε.

Όλα αυτά τα βλέπω και μεσ’ από το παράθυρο, ξαπλωμένος μακάριος. Δε θέλω ούτε φαγί, ούτε πιοτό. Ο αγέρας με μεθά. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει τις ψιλές κουρτίνες, ώρες ώρες τις κλώθει με χάρη σα να χορεύει μαζί τους. Ανεμίζονται ψηλά, σπαρταρούνε με αγαλλίαση κι ύστερα ξαναπέφτουνε απαλά κι ολοένα παίζουνε, φτερουγίζουνε σαν άρμενα, σα σημαίες και πάλι μαζεύονται λες κι είναι ζωντανές. 

Ω! Οι κουρτίνες που παίζουνε στο παράθυρο είναι από τις πιο δροσερές αναμνήσεις που μας αφήνει το καλοκαίρι. 

Και στο πιο θλιβερό σπίτι δίνουνε χαρά, σαν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού...»

Ο μπαμπάς θα κάνει υπομονή

 




Η  ασθένεια κακοποιεί τον άρρωστο και η ιατρική κακοποιεί τον γιατρό: 

όχι μόνο γιατί δίνει συνεχή αγώνα ενάντια στην φθορά, τον πόνο και τον θάνατο,  αλλά, και γιατί αντιμετωπίζει συνεχώς τα συνοδά κοινωνικά προβλήματα.

Κοινωνικά προβλήματα  που, αν και δεν είναι εντός της ιατρικής αρμοδιότητος, μπλέκουν αναπόφευκτα με το ιατρικό έργο.

Φτώχεια και αρρώστεια.

Μοναξιά και αρρώστεια.

Αποξένωση και αρρώστεια.

Αποξένωση?

…ναι, αποξένωση: όταν γίνεσαι «ξένος».

Να σε κάνει «ξένο» η οικογένειά σου, τα παιδιά σου, γυναίκα σου, η ερωμένη σου, η πατρίδα σου.

Ξένος από ανάγκη, ξένος με το ζόρι.

Ξένος τόπος, ξένη γλώσσα, ξένες συνήθειες, ξένες εικόνες, ξένος ουρανός, ξένο τοπίο.

Αλλο να έχεις εγκεφαλικό στον τόπο σου και άλλο στον ξένο τόπο.

Άλλο πράγμα να έχεις χρόνια αρρώστεια -που θέλει φροντίδα και παρηγοριά-  και να είσαι με μιά οικογένεια που σε υποστηρίζει,  και, άλλο πράγμα να είσαι μόνος, γέρος… και ξένος.

Η διαχείριση  του πόνου και της ανημπόριας είναι παράπλευρα έργα του κυρίως ιατρικού.

Η φτώχεια τα διηθεί όλα αυτά σαν τοξικό δηλητήριο και τα κάνει ανυπόφορα.

Πιάνω τον εαυτό μου να υπολογίζει τι μπορεί να αντέξει οικονομικά ένας φτωχός με δισκοκήλες στον αυχένα και μυελοπάθεια: 

…πότε να γίνει η μαγνητική? 

…όταν θα μπορεί να πάει στην Αθήνα σε δυό μηνες που θα την κάνει με 70€ συμμετοχή ?

…ή τώρα χωρίς ΕΟΠΥΥ που θα δώσει  240€?

Τώρα?

…μα, τώρα, η δουλειά δεν παίρνει αναρρωτικές και διακοπές: 

αυτά σημαίνουν απόλυση… και η απόλυση σημαίνει πείνα…

Πείνα  για τον εργάτη και για την οικογένειά του στην Αίγυπτο.

Όλα είναι μιά διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ανάγκη της εργασίας και στην ανάγκη της υγείας.

Η γυναίκα με τα κουτσούβελα στην Αίγυπτο περιμένουν το μηνιάτικο.

Ο μπαμπάς θα κάνει υπομονή.

Θα δουλέψει στο καίκι, θα φάει στο καίκι, θα κοιμηθεί στο καίκι.

Υγρασία? 

…αστεία, έ?

Καίκι - σπίτι, χειμώνα καλοκαίρι.

Οι κοιλιές διατάζουν.

Οι δισκοκήλες ας περιμένουν.

Τα κόκκινα αυγά

  Η συζήτηση που κάνουν οι κυρίες δίπλα μου είναι για τα κόκκινα αυγά που έβαψαν και αυτά που αγόρασαν και δεν είναι κόκκινα. Κουβέντες χορτ...