29 Αυγ 2022

ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ -1

ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ -1


 Αποφάσισα να γράψω μια κοινωνικό- ερωτική περιπέτεια που διαδραματίζεται σε ένα νησί, σε συνέχειες.

Το ίδιο πράγμα έκαναν πολλοί  συγγραφείς στο παρελθόν…από το Βίκτωρα Ουγκώ και τον Ντίκενς μέχρι το Ντοστογέφσκι:  δεν τα έγγραφαν μονοκοπανιά τα μυθιστορήματα αλλά σιγά-σιγά…και δημοσιεύονταν σε συνέχειες σε εφημερίδες. 

Χωρίς βέβαια να θέλω να κατατάξω τον εαυτό μου στην χορεία  αυτών  των μεγάλων συγγραφέων, νομίζω ότι αυτή είναι μία αρκετά βολική πρακτική: σε αναγκάζει να δουλέψεις με ένα σταθερό ρυθμό και παράλληλα μπορείς να τροποποιήσεις την ιστορία ανάλογα με τις αντιδράσεις του αναγνωστικού κοινού. 

Ξεκινάω με τους δυο βασικούς χαρακτήρες : τον Γιώργη και την Βίβιαν 

Κάθε παρατήρηση ευπρόσδεκτη. 

Την άλλη εβδομάδα η συνέχεια. 


ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ - 1


Ο Γιώργος (Γιώργης), είναι 29 χρονών μαντράχαλος που τέλειωσε οικονομικά στο ΠΑΠΕΙ και έκτοτε μάλλον τεμπελιάζει, περιφρονώντας τις χαμηλά αμοιβόμενες δουλειές που του προσφέρονται.

Με ένα συνδυασμό μεγαλομανίας, ναρκισσισμού και τεμπελιάς, είναι σχεδόν αυτοκαταστροφικός: 

έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δηλαδή  νιώθει πως είναι κάποιος "σπέσιαλ τύπος" που φυσικά του αξίζει "κάτι καλό" .

Το να συμβιβαστεί με χαμαλοδουλιές, με φτωχομεροκάματα, δουλειές  με ταπεινό  ίματζ, του είναι αφόρητο.

Και οι γονείς του συμφωνούν: τον μεγάλωσαν με προσοχή, αγάπη και σεβασμό... είναι ο πολύτιμος κανακάρης τους και πάντα προσπαθούν να του δώσουν το καλύτερο.

Τώρα...πως στο διάολο  "γύρισαν τα πράματα" και κατέληξε σε σκατοδουλειές του πεντακοσάρικου, είναι άγνωστο.

Σημασία έχει ότι έναν "τέτοιον συμβιβασμό" δεν μπορεί να τον κάνει: 

θα ήταν καταστροφή όχι μόνο για την εικόνα του σε φίλους, γνωστούς και συγγενείς  αλλά και για την αυτοεκτίμησή του.

Ο γιατρός πατέρας του, όπως λέει ο Γιώργος,  "βασικά είναι καλό αθρωπάκι" που ταλαιπωρήθηκε πολλά χρόνια με την Ιατρική μέχρι  να βγάλει "καλούτσικο μεροκάματο".

Καλός, ήσυχος άνθρωπος, αν και καταπιεστικός καμμιά φορά: 

επιμένει στην ιδέα ότι ο Γιώργος πρέπει και - μπορεί -να κάνει "καριέρα".

Του αρέσουν οι συγκρίσεις:

 ....σου λέει, "άν εγώ έγινα απο την παράγκα γιατρός, τι μπορεις γίνεις εσύ που ξεκινάς από μεζονέτα"?

«Μαλακισμένες ιδεοληψίες της εποχής του, φυσικά...τότε που όλοι πείναγαν και αγωνίζονταν απελπισμένα για κοινωνική άνοδο και οικονομική ευμάρεια.

Μέχρι εκεί έφτανε το μικροαστικό μυαλουδάκι τους: 

δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις στρεβλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο καπιταλιστικό μοντέλο με την επικράτηση ολιγοπωλιακών πρακτικών από τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και την διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

Ελεύθερος ανταγωνισμός, ποιοτικά προιόντα, αξιοκρατική ανέλιξη και λοιπές μαλακίες.

Αφού ρε είναι στημένη η τράπουλα: άλλοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την οικονομική ζωή με την προώθηση των κατάλληλων υπηρετών του συστήματος».

Αυτά συζητούσε ο Γιώργος με τους κολλητούς του "στο στέκι", στα Εξάρχεια, και η αλογοουρά του μάκραινε αντίστοιχα με την εμβάθυνση του προβληματισμού του για τις εκμεταλλευτικές σχέσεις.

Κάποια στιγμή  έπιασε για δυό μήνες δουλειά σε μιά μεταλλουργία γιά να έχει ιστορικό σαν βιομηχανικός εργάτης: 

βέβαια δεν άντεξε πάνω από δύο μήνες, αλλά έκτοτε αναφερόταν συχνά και περήφανα στην προϋπηρεσία του σαν "εργάτης σε βαριά βιομηχανία" .

Τότε  αποφάσισε να τροποποιήσει το όνομα του από Γιώργος σε Γιώργης,  κατά το αντίστοιχο όνομα του Γιώργη Σιάντου, του παλιού γραμματέα του ΚΚΕ.

Ο πατέρας του ο Γιατρός, από την μιά αντιδρούσε , από την άλλη τον καμάρωνε: 

ήταν της γενιάς του Πολυτεχνείου.

Αντιδρούσε όμως με το καθησιό και την ιδεολογικοποίηση της ξάπλας:

"Γιώργο μου, έχεις δίκιο για τον καπιταλισμό και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις.

Και... ναί, συμφωνώ, η τράπουλα είναι σε σημαντικό βαθμό, σημαδεμένη.

Στις ανώτατες πολιτικές, διοικητικές και άλλες θέσεις προωθούνται οι άνθρωποι του συστήματος.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει καθόλου χώρος γιά τους υπόλοιπους... και πως απλά δεν τους μένει τίποτε άλλο να κάνουν από το να το ρίξουν στην κουβέντα και την ξάπλα".

Αυτά έλεγες στον Γιώργο, ο πατερούλης του ο γιατρός, ο παλιός αγνός αριστερός.

Όσπου πέθανε ξαφνικά ο γιατρός.... και ο Γιώργος, ο ψιλοαραχτός κουλτουροεπαναστάτης,  έμεινε στον άσσο.

Οι καταθέσεις του μακαρίτη φαγώθηκαν από την εφορία κληρονομιών γιά την κληρονομιά της ακίνητης περιουσίας,  γιά λοιπές υποχρεώσεις προς τρίτους, για δάνεια αλλά και από το τεμπελίκι του Γιώργου για κάνα-δυό   χρόνια -και βάλε- μετά το θάνατο του γέρου.

Όταν έσφιξε η πείνα, ο  Γιώργος άρχισε να προσπαθεί να βρει καμιά άκρη από τις γνωριμίες του γέρου: κάτι παλιοί αριστεροί και παλιοί  πασόκοι  μπαρμπάδες -αδελφοί του γιατρού- είχαν πλέον πιάσει κάποιες θεσούλες εξουσίας.

Μεσολάβησαν λοιπόν οι  μπαρμπάδες και τσουπ! ...νάτος  ο Γιώργος διοικητικό στέλεχος στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ο Γιώργος δεν την έκοψε την αλογουρά.

Φορούσε το ίδιο φθαρμένο, χιλιοφορεμένο και χιλιοτρυπημένο  τζήν -όπως παλιά- αλλά έβαζε από πάνω ένα καλούτσικο πουκάμισο που, σε συνδυασμό με τις ψιλοβρώμικες ελβιέλες χωρίς κορδόνια,  έστελναν αντιφατικά μηνύματα σε όποιον τον έβλεπε:  απ´ την μέση και πάνω είχε ενδυμασία γραφείου και απ´ την μέση και κάτω  ...σνόμπαρε φορώντας κουρελαρία.

Κουρελαρία  η οποία όμως έδενε αρμονικά με την αλογοουρά.

Άρα, υπήρχε μιά παράξενη στυλιστική ισορροπία, πρέπει να το παραδεχτώ.

Ο Γιώργος-Γιώργης, δεν ήταν ευχαριστημένος τουλάχιστον στην αρχή: 

ο μισθός του ήτανε 800 € που σημαίνει ότι έπρεπε να κόψει ακόμα και τον καφέ στην καφετέρια για να μπορέσει να επιβιώσει.

Αυτός που έπινε φραπέδες, ολημερίς... και ολονυχτίς,  σουβλάκια και μπύρες -όσο ήταν άνεργος- κατάντησε να κάνει  οικονομία και στην τυρόπιτα, ως εργαζόμενος διοικητικός υπάλληλος.

Το πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να κόψει και τους μπάφους, που επισης κόστιζαν.

"Γενικά μιά μιζέρια, ρε γιατρέ", μου είπε κάποια μέρα που με επισκέφθηκε γιά πονοκεφάλους, "αυχενικό συνδρομο" και κρίσεις πανικού.

Σκέφτηκα κάτι ανάρμοστο να του πω: πως είναι τεμπέλης και ψιλοάχρηστος κα άρα μάλλον δεν θά πρεπε να παραπονιέται , αλλά το μετάνιωσα.

Ξέρω πως ουδείς σώζεται μόνο με καλές συμβουλές...άρα το απέφυγα.

(Μην εμπλακώ και σε τζάμπα αντιπαράθεση και μου ανέβει η πίεση...δεν συμφέρει…).

«Συμφωνώ με την μιζέρια στο σύγχρονο καπιταλιστικό  πλαίσιο και στην δεδομένη συγκυρία», είπα θέλοντας να τελειώνω σύντομα.

«Αλλά η προσπάθεια δεν πρέπει να σταματάει και το κλίμα να μας καταβάλλει», είπα κουνώντας καταφατικά το κεφάλι μου για να δώσω έμφαση.

Η αλήθεια είναι πως όλο και πιο δύσκολα επιβιώνει ένας γιατρός στις μέρες μας.

Είτε ως πατέρας του Γιώργη, είτε ως θεραπευτής του.


Η Βασιλική/ Βίκυ.. ή Βίβιαν


Βασιλική ήταν το βαφτιστικό της αλλά αργότερα το έκανε Βίκυ και πολύ αργότερα το έκανε Βίβιαν, όταν κατάφερε να γίνει μέλος σε κυριλέ κύκλους.

Και η Βίκυ, όπως και ο Γιώργης, ήταν 29 ετών. 

Ξεκίνησε την ιατρική στην Βάρνα της Βουλγαρίας ,στα 19 της, όταν απέτυχε στις πανελλαδικές εξετάσεις. 

Ήταν μέτρια μαθήτρια αλλά όμορφη, δημοφιλής και με επιτυχίες στα αγόρια.

Αφού έκατσε στη Βουλγαρία ένα -δυό χρόνια, με μέσο του Πασόκου πατέρα της έκανε μεταγραφή στο πανεπιστήμιο της Αθήνας όπου συνέχισε κανονικά χωρίς να χάσει χρονιά.

Αν και ποτέ δεν ήταν ο τύπος της  σπασίκλως  και φιλομαθούς νέας, δεν ήταν άχρηστη: όταν ήθελε, έβαζε τον κώλο της κάτω και διάβαζε.

Ουδέποτε βέβαια η πρώτη προτεραιότητα ήταν  τα μαθήματα και η επιστήμη: η ιατρική δεν ήταν  στα μάτια της παρά ένα εντυπωσιακό επάγγελμα με το οποίο μπορούσε να βγάλει λεφτά, να αποκτήσει κοινωνική αίγλη και να της ανοίξουν  πόρτες γιά να ανεβεί τουλάχιστον δυό ή τρεις κοινωνικές τάξεις παραπάνω από αυτήν που ξεκίνησε.

Διότι η μικροαστική κοινωνική της τάξη -την οποία έφερε βαρέως- της έπεφτε πολύ λίγη: ο πατέρας της ήταν υπάλληλος προνομιούχου ΔΕΚΟ -απόφοιτος εξατάξιου γυμνασίου και τεχνικής σχολής- και η μητέρα της επίσης κατώτερη δημόσια υπάλληλος.

Οι γονείς της είχαν καταφέρει να χτίσουν ένα καλούτσικο σπίτι σε ένα κληρονομημένο οικόπεδο που είχαν κληρονομήσει στα Λιόσια τα οποία η Βίκυ αποκαλούσε σταθερά, "Ίλιον".

Τα κόκκινα αυγά

  Η συζήτηση που κάνουν οι κυρίες δίπλα μου είναι για τα κόκκινα αυγά που έβαψαν και αυτά που αγόρασαν και δεν είναι κόκκινα. Κουβέντες χορτ...