Ειρήνη, Ευνομία, Δίκη (Δικαιοσύνη): ήταν τρεις αδελφές
(Ωρες)
Η Δίκη
Κατά τον Ησίοδο, στη Θεογονία του, ήταν κόρη του πατέρα των θεών και των ανθρώπων Δία και της Τιτανίδας Θέμιδας και αδερφή της Ειρήνης και της Ευνομίας.
Η σύντροφος της ήταν η Αιδώς.
Αποτελούσε την προσωποποίηση της έννοιας της δικαιοσύνης, όπως και η μητέρα της, καθώς και της ηθικής τάξης.
Η Δίκη με την βοήθεια των Ερινύων επιτηρούσε τη διαφύλαξη της ηθικής τάξης και επέβαλλε τιμωρίες σε όσους προσπαθούσαν να την διασαλεύσουν.
Ειρήνη
Οι Αρχαίοι Έλληνες πολύ συχνά ίδρυαν βωμούς προς αυτήν μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Γνωστά της επίθετα ήταν τα: «Γλυκεία», «Βαθύπλουτος», «Πλουτοδότειρα» κ.ά. Ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης παρουσιάζουν την Ειρήνη στα έργα τους ως φορέα της ευφορίας και του πλούτου.
Η αντίστοιχη θεά για τους Ρωμαίους ήταν η Ειρήνη Παξ (Pax), η λατινική εκδοχή της.
Ένα πολύ γνωστό γλυπτό είναι το σύμπλεγμα του Κηφισόδοτου, πατέρα του Πραξιτέλη
Ρωμαϊκό αντίγραφο του έργου του Κηφισόδοτου «Ειρήνη και Πλούτος», υπάρχει στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου. (βλ Φωτο)
Η Ειρήνη (Ειρήνη), μία από τις τρεις Ώρες - κόρες της Θέμιδος και του Δία - και το παιδί Πλούτος, με το κέρας της Αμαλθείας (αφθονίας).
Στο δεξι χέρι κρατάει ακόντιο.
(Η Ειρήνη είναι ένοπλη…)
(η Αμάλθεια ήταν η κατσίκα που θήλασε τον Δία, τον πατέρα των θεών του Ολύμπου, όταν η μητέρα του Ρέα τον βοήθησε να βρει καταφύγιο στο νησί της Κρήτης για να τον σώσει από τον πατέρα του Κρόνο, ο οποίος κατασπάραξε τα ίδια του τα παιδιά για να μην του πάρουν το θρόνο.
Μια μέρα, ενώ ο μικρός Δίας έπαιζε με την Αμάλθεια, έσπασε κατά λάθος το κέρας της. Χρησιμοποίησε τις θεϊκές του δυνάμεις για να μην στεναχωρήσει την κατσίκα και έκανε το κέρας της να ξεχειλίζει πάντα από αγαθά σε αφθονία).
Συμβουλές του Ισοκράτη προς τους Αθηναίους να εκμεταλλευτούν την Ειρήνη και να πάψουν την ιμπεριαλιστική πολιτική του συνεχούς επεκτατισμού που είναι επιβλαβής και αδιέξοδη.
( Λές και απευθύνεται στον Τραμπ και στις ΗΠΑ!)
Στον λόγο «Περί Ειρήνης» το 356 πΧ ο Ισοκράτης συμβουλεύει τους Αθηναίους να εκμεταλλευτούν την Ειρήνη του Ανταλκίδα (Ανταλκίδειος Ειρήνη) που έχει συναφθεί από το 386 και να εγκαταλείψουν την ηγεμονία τους στην θάλασσα, που ήταν η πηγή όλων των δεινών τους.
Αντί να σπαταλούν χρήμα και δυνάμεις για να κατακτήσουν την γη των άλλων, να επικεντρωθούν στο πώς θα εξασφαλίζουν μια καλύτερη ζωή στον τόπο τους.
Ο πόλεμος έχει επιφέρει μεγάλα δεινά στην πόλη και την έχει τελείως απογυμνώσει από το προηγούμενο μεγαλείο της.
Προτείνει, λοιπόν, να τηρήσουν μια πιο συνετή στάση, να επιλύσουν τις διαφορές τους με τη διπλωματία, ώστε να επιδιώξουν την ευημερία σε ένα ειρηνικό περιβάλλον.
«Θα ήταν, λοιπόν, αρκετό για εμάς, αν μπορούσαμε να ζούμε στην πόλη μας με ασφάλεια, να γινόμασταν πιο ευημερούντες όσον αφορά τη ζωή μας, να είχαμε ομόνοια μεταξύ μας και να απολαμβάναμε την εκτίμηση των άλλων Ελλήνων;
Εγώ, τουλάχιστον, πιστεύω ότι, αν αυτά επιτυγχάνονταν πλήρως, η πόλη μας θα ευημερούσε απόλυτα.
Ωστόσο, ο πόλεμος μας έχει στερήσει όλα όσα προανέφερα: μας έχει κάνει φτωχότερους, μας έχει αναγκάσει να υποστούμε πολλούς κινδύνους, μας έχει δυσφημίσει στους Έλληνες και μας έχει ταλαιπωρήσει με κάθε τρόπο.
Αν, όμως, συνάψουμε ειρήνη, […] θα ζούμε στην πόλη μας με μεγάλη ασφάλεια, απαλλαγμένοι από πολέμους, κινδύνους και αναταραχές, […] και κάθε μέρα θα προοδεύουμε προς την ευημερία, […] καλλιεργώντας τη γη χωρίς φόβο, ταξιδεύοντας στη θάλασσα και ασχολούμενοι με άλλες εργασίες που τώρα, εξαιτίας του πολέμου, έχουν εγκαταλειφθεί.
Θα δούμε, επίσης, την πόλη μας να διπλασιάζει τα έσοδά της σε σχέση με τώρα, να γεμίζει με εμπόρους, ξένους και μετοίκους, ενώ τώρα είναι έρημη από αυτούς.
Και το πιο σημαντικό: θα έχουμε όλους τους ανθρώπους ως συμμάχους, όχι με τη βία, αλλά επειδή θα τους έχουμε πείσει.»
Ἆρ’ οὖν ἂν ἐξαρκέσειεν ἡμῖν, εἰ τήν τε πόλιν ἀσφαλῶς οἰκοῖμεν καὶ τὰ περὶ τὸν βίον εὐπορώτεροι γιγνοίμεθα καὶ τά τε πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁμονοοῖμεν καὶ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν εὐδοκιμοῖμεν;
Ἐγὼ μὲν γὰρ ἡγοῦμαι τούτων ὑπαρξάντων τελέως τὴν πόλιν εὐδαιμονήσειν.
Ὁ μὲν τοίνυν πόλεμος ἁπάντων ἡμᾶς τῶν εἰρημένων ἀπεστέρηκεν· καὶ γὰρ πενεστέρους ἐποίησεν, καὶ πολλοὺς κινδύνους ὑπομένειν ἠνάγκασεν καὶ πρὸς τοὺς Ἕλληνας διαβέβληκεν καὶ πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾶς.
Ἤν δὲ τὴν εἰρήνην ποιησώμεθα, […] μετὰ πολλῆς μὲν ἀσφαλείας τὴν πόλιν οἰκήσομεν, ἀπαλλαγέντες πολέμων καὶ κινδύνων καὶ ταραχῆς, […] καθ’ ἑκάστην δὲ τὴν ἡμέραν πρὸς εὐπορίαν ἐπιδώσομεν, […] ἀδεῶς γεωργοῦντες καὶ τὴν θάλατταν πλέοντες καὶ ταῖς ἄλλαις ἐργασίαις ἐπιχειροῦντες αἳ νῦν διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν. Ὀψόμεθα δὲ τὴν πόλιν διπλασίας μὲν ἢ νῦν τὰς προσόδους λαμβάνουσαν, μεστὴν δὲ γιγνομένην ἐμπόρων καὶ ξένων καὶ μετοίκων, ὧν νῦν ἐρήμη καθέστηκεν.
Τὸ δὲ μέγιστον∙ συμμάχους ἕξομεν ἅπαντας ἀνθρώπους, οὐ βεβιασμένους, ἀλλὰ πεπεισμένους.” Ισοκράτης, Περὶ εἰρήνης 19-21
Ο Περὶ Εἰρήνης λόγος του Ισοκράτη συντάχθηκε λίγο μετά την έναρξη του Συμμαχικού πολέμου και κυκλοφόρησε ως πολιτικό φυλλάδιο στην Αθήνα.
Τον Συμμαχικό πόλεμο διεξήγαγαν οι Αθηναίοι εναντίον των Ροδίων, των Χίων και των Κώων, που είχαν αποστατήσει από τη Β΄Αθηναϊκή Συμμαχία αρνούμενοι να καταβάλουν τις υπέρογκες συμμαχικές εισφορές που απαιτούσαν οι Αθηναίοι.
Όλοι μαζί με τους Βυζαντίους συμμάχησαν με τον σατράπη της Καρίας Μαύσωλο.
Η έκβαση του πολέμου ήταν ολέθρια για τους Αθηναίους και σήμανε την διάλυση της Συμμαχίας.