Ήταν περίπου 11 και μισή το πρωί όταν η Γιώτα (που το πραγματικό της βαφτιστικό ήταν Ιοκάστη) ξύπνησε με βαρύ κεφάλι και κακή διάθεση.
Ήταν φυσικό και νιώθει κομμάτια και να πονάει σχεδόν παντού, αφού είχε κοιμηθεί στις τρεις το πρωί : ήταν σερβιτόρα και δούλευε σερί , από τις δύο το μεσημέρι μέχρι τις δύο το βράδυ.
Και αυτό κάθε μέρα, χωρίς κανένα ρεπό, επί έξι μήνες.
Εκεί, στο πολυτελές εστιατόριο του πεντάστερου ξενοδοχείου Hotel Mediterranean Love Resort , στο Μαυρονήσι, είχαν ξεκάθαρες απόψεις για τα εργασιακά σου δικαιώματα: δεν είχες κανένα.
Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο - τρύπα που της είχε παραχωρήσει «δωρεάν» το ξενοδοχείο μαζί με ένα σωρό άλλους μισθωτούς σκλάβους.
Εκεί ζούσε τους τελευταίους μήνες.
Τώρα έπρεπε οπωσδήποτε να φτιάξει ένα καλό, δυνατό καφέ, γιά να ξελαμπικάρει το κεφάλι της… αλλά και να φάει κάτι, μην την ενοχλήσει ο καφές στο στομάχι.
Είχε μόνο ένα ηλεκτρικό μάτι και έπρεπε να αποφασίσει αν θα φτιάξει πρώτα τον καφέ ή πρώτα την ομελέτα που θα μοιραζόταν με τον σύντροφό της, τον Τάκη.
Ήταν μια νέα γυναίκα γύρω στα 35, μάλλον κακοπαθημένη και πρόωρα γερασμένη από τις κακουχίες, την ανασφάλεια και την εξαντλητική εργασία.
Βέβαια, όταν πήγαινε στη δουλειά ντυμένη και βαμμένη, φαινόταν πολύ καλύτερη εμφανισιακά… και, η μόνιμα ευχάριστη έκφραση που με επαγγελματικό τρόπο φορούσε στο πρόσωπο της, έκρυβε καλά την καταθλιπτική διάθεση που είχε συνήθως.
Κάθε μέρα, χωρίς κανένα ρεπό, επί έξι μήνες….…έξι μήνες το χρόνο, κάθε μέρα, δωδεκάωρο, όρθια…… και παράλληλα να περπατάει, να ανεβαίνει και να κατεβαίνει σκάλες, φορτωμένη με δίσκους.
Δίσκους που ήταν βαρίδια από τα φαγητά, τα κρασιά και τις μπύρες.
Σάββατα, Κυριακές, αργίες, Δεκαπενταύγουστο. Όλες οι μέρες ίδιες, όλες το ίδιο κουραστικές.
Κάθε μέρα, το ίδιο μεροκάματο γαλέρας, όλη τη σεζόν που ξεκίναγε την άνοιξη και τελείωνε το φθινόπωρο.
Δώδεκα ώρες κάθε μέρα, χωρίς διάλειμμα και χωρίς να κάθεται σε μια καρέκλα, να ξαποστάσει.
Ακόμη και το τριτοκλασάτο φαγητό για το προσωπικό, σχεδόν πάντα άνοστο και χαμηλής ποιότητας, το έτρωγε στο πόδι για να μη χάνει «εργάσιμο χρόνο».
Εργάσιμος χρόνος! Τι αστείο!
Λες και υπήρχε ελεύθερος, μη εργάσιμος, χρόνος.
Αφού το ωράριο ήταν αυθαίρετα ξεχειλωμένο από οκτώ σε δώδεκα ώρες… χωρίς να είναι πληρωμένες οι υπερωρίες.…φυσικά.
«Αυτοί είναι οι όροι εργασίας», σου έλεγαν. «Άμα θες».
Συχνά βέβαια, σε παραμύθιαζαν ότι «ίσως» σου έδιναν δύο ρεπό το μήνα «αν το επέτρεπαν οι συνθήκες». Που δεν το επέτρεπαν ποτέ.
Έπρεπε να είσαι τελείως μαλάκας - ή τελείως παρθένα στη δουλειά - για να τους πιστέψεις. Όποιονδήποτε και να ρωτούσες στην πιάτσα, θα σου έλεγε ποιοί είναι οι όροι εργασίας. Και η αμοιβή; Η Γιώτα έπαιρνε 1150 € το μήνα, στάνταρ μισθό, συν τα tips που κυμαίνονταν από τρία έως οκτώ κατοστάρικα, ανάλογα το μήνα και ανάλογα τη δουλειά. Αυτή ήταν η αμοιβή της για την σαιζόν: τους πέντε ή έξι μήνες εργασίας.Έπρεπε να βάλει λεφτά στην άκρη, γιατί τον υπόλοιπο χρόνο, την έβγαζε με το επίδομα ανεργίας: 340 ολόκληρα ευρώ μηνιαίως.Ούτε για το νοίκι γκαρσονιέρας σε μεσαία περιοχή της Αθήνας.Ααααα ναι, περιλαμβανόταν και η «στέγαση» στο «δωρεάν». Ήταν μια τρύπα ενός δωματίου 15 τετραγωνικών με μία τουαλέτα που είχε και μιά ντουζιέρα ενός τετραγωνικού :σύνολο τουαλέτας - ντουζιέρας, τρία τετραγωνικά.Το δωμάτιο ήταν ισόγειο και είχε ένα παράθυρο και μιά πόρτα.´Εξω από την πόρτα είχε μια μικρή κοινή αυλή που άπλωναν τα πλυμένα βρακιά κλπ ρούχα οι υπόλοιποι συνάδελφοι από το ξενοδοχείο που έμεναν και αυτοί σε διπλανά δωμάτια- τρύπες.Το παράθυρο είχε μια φοβερή θέα: έναν τοίχο, στο ένα μέτρο .Στην ουσία ήταν μια σειρά δωμάτια φυτεμένα στην πίσω μεριά του ξενοδοχείου ανάμεσα σε δύο κτίρια χωρίς να βλέπουν τίποτα και σχεδόν χωρίς να περνάει καν ο ήλιος μέσα στα δωμάτια… αφού, ακόμα και το μεσημέρι που ήταν κάθετες οι ακτίνες του, έπρεπε να έχεις σύστημα κατόπτρων για να κατευθύνεις τον ήλιο μέσα στο δωμάτιο.
Στα δωμάτια του ισογείου έμεναν τα μεσαία στελέχη σαν την Γιώτα και τον Τάκη ενώ στον πρώτο όροφο- στα έπάνω δωμάτια που ήταν εξ ίσου μιζερα με αυτά του ισογείου- έμεναν οι «προιστάμενοι».
Τα υπόγεια δωμάτια που ήταν κατάλληλα μόνο για ποντίκια και κατσαρίδες, έμεναν οι μαύροι και οι πακιστανοί.
Το δωμάτιο-τρύπα το μοιραζόταν με τον φίλο της τον Τάκη τον μπάρμαν (Παναγιώτη τον έλεγαν, για τους πελάτες του ξενοδοχείου ήταν ο Takis).
Ο Τάκης ο μπάρμαν ήταν ένας σαραντάρης μισοαλκοολικός που τράβαγε ποτέ ποτέ για καμιά τζούρα κόκα όταν το επέτρεπαν τα οικονομικά του. Στην ουσία η Γιώτα προσπαθούσε να κοροϊδέψει τον εαυτό της ότι ο Τάκης ήταν «δεσμός» αφού ήταν τα τελευταία δύο χρόνια μαζί.
Αυτή προσπαθούσε να βρουν δουλειές στο ίδιο ξενοδοχείο και μοιράζονταν και τα καταλύματα- τρύπες που αυτά τους παρείχαν. Ήταν μία συμβιωτική σχέση αφού τους έκανε να νιώθουν λιγότερη μοναξιά, περισσότερη ασφάλεια και, υποτίθεται, «φρόντιζαν ο ένας τον άλλο». Στην ουσία βέβαια η Γιώτα φρόντιζε τον Τάκη, αφού ο Τάκης ήταν αχαΐρευτος, σχεδόν αλκοολικός και συναισθηματικά ασταθής.Ήταν βέβαια γοητευτική προσωπικότητα -όταν ήθελε- όπως οι περισσότεροι ψευταράδες και χειριστικοί αλκοολικοί.
Η Γιώτα προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι και ένιωσε ένα πόνο στην μέση, μετά ένα πόνο στον αυχένα και, μετά, ένα πόνο στον αριστερό ώμο. Κάθε κίνηση ήταν πηγή πόνου.
Ο αριστερός ώμος σήκωνε τον δίσκο με τα μεγάλα βάρη αλλά ο δεξιός ώμος και το δεξί χέρι έκανε τις ίδιες , εκατοντάδες φορές την ημέρα, κινήσεις του σερβιρίσματος. Η άνιση κατανομή των φορτίων στους δύο ώμους αλλά και στον κορμό, η διαφορετική δύναμη που έπρεπε να καταβάλουν οι μύες στην αριστερή και την δεξιά πλευρά του σώματος, αλλά και οι ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις που έκανε το δεξί χέρι -διαφορετικές από αυτές που έκανε το αριστερό χέρι- δημιουργούσαν αυτό που λένε οι γιατροί των αθλητικών και εργασιακών κακώσεων, “repetitive strain injuries” (επαναλαμβανόμενοι τραυματισμοί υπερχρήσεως).
Της άρεσαν της Γιώτας αυτοί οι φανταχτεροί ιατρικοί όροι.
Απο την εποχή που φοιτούσε στο ΕΠΑΛ για την ειδικότητα του βοηθού μικροβιολογικού εργαστηρίου.
Αλλά και μετά , όταν μπήκε στο ΤΕΙ Διοίκησης Μονάδων Υγείας.Από το Hospital Management στο Hotel Management….και μετά στο Service.
Αν υπήρχε καλύτερο οικογενειακό περιβάλλον και περισσότερη οικονομική άνεση, θα ήθελε να σπουδάσει κάτι του γούστου της.
Έριξε μιά ματιά στον Τάκη που ροχάλιζε πάνω στο διπλό κρεβάτι με το σώμα του σε μιά άβολη στάση. Το αλκοόλ του ήταν πλέον απαραίτητο για να κοιμηθεί. Κάποτε επισκέφθηκαν έναν γιατρό γιατί είχε μυική αδυναμία και «μυρμηγκιάσματα» στα πόδια και, ο γιατρός, είπε ότι μάλλον είναι «αλκολική πολυνευροπάθεια»…ότι δηλαδή το αλκοόλ του πείραξε τα νεύρα στα πόδια και στα χέρια.
Πειράζει μάλλον και τα νεύρα στο πουλί του…. σκέφτηκε τότε η Γιώτα: μάλλον γι αυτό πλέον του σηκώνεται δύσκολα.
Εκτός και αν έχει φτιαχτεί με κόκκα.
Η Γιώτα προβληματιζόταν και με την διάθεσή του Τάκη, που ήταν συνεχώς μεταβαλλόμενη : άλλοτε ήταν σε καλή διάθεση, άλλοτε σε κακή, άλλοτε έκανε εκρήξεις θυμού για ψύλλου πήδημα, άλλοτε την λάτρευε και την παρακαλούσε να μην τον αφήσει ποτέ.
Είχε πάει σε ψυχίατρο για τον εαυτό της για τις κρίσεις πανικού και , με την ευκαιρία, ρώτησε τον γιατρό και για τον Τάκη.
Του περιέγραψε την κατάσταση του Τάκη, τις συνεχώς μεταβαλλόμενες συμπεριφορές του , την ασταθή διάθεση του , την κατάχρηση αλκοόλ.
Ο ψυχίατρος δεν πήρε θέση ούτε έκανε διάγνωση.…φυσικά…σε ασθενή που δεν έχει δει δεν μπορούσε να πει.…οι γιατροί είναι πολύ προσεκτικοί σε κάτι τέτοια- αλλά είπε, σε κάποια στιγμή, ότι μπορεί να μη φταίει το ποτό για όλα αυτά αλλά να είναι η «δομή της προσωπικότητας» του τέτοια……να έχει κάποια «διαταραχή προσωπικότητας».
Η Γιώτα έψαξε τον όρο «διαταραχές προσωπικότητας» στο Google και τρόμαξε: έμοιαζαν κακά πράγματα .….εκτός του ότι ήταν αρκετά είδη οι αυτές οι διαταραχές προσωπικότητας.
Και ήταν και τρομακτικές στην περιγραφή τους. Κάποιες είχαν χαρακτηριστικά που ταίριαζαν στον Τάκη. Αλλες, είχαν παράξενα και μπερδεμένα συμπτώματα.
Βγάλε άκρη.
Και άντε εσύ να πεισεις τον Τάκη να πάει σε ψυχίατρο.
Σιγά μην πάει.«Ξέρει αυτός τον εαυτό του». Όλα τα ξέρει, τρομάρα του.
Εφτιαξε ένα καλό καφέ και ετοίμασε την ομελέτα ώστε να πάρουν μαζί το πρωινό με τον Τάκη. Τον πλησίασε και με χαμηλή φωνή του είπε «Τάκη, ξύπνα αγάπη μου να πιούμε καφέ και να τσιμπήσουμε κάτι» και τον ακούμπησε απαλά.
Ο Τάκης κοιμόταν βαρειά, ροχαλίζοντας.Εβγαλε ένα γρυλλητό και άλλαξε πλευρό.
Η Γιώτα προσπάθησε άλλη μιά φορά να φανταστεί τον εαυτό της μέσα σε ένα ωραίο φωτεινό διαμέρισμα, δικό της.….έστω και τριάρι ή και μικρότερο, αλλά δικό της.
Ήταν επιπλωμένο με γούστο και είχε μιά ωραία κουζίνα με κεραμικά μάτια. Εκεί θα μαγείρευε τα ωραία φαγητά που απαιτούν δύο ή τρία μάτια κουζίνας, ταυτόχρονα.…και ένα φούρνο, φυσικά , με χρονορρύθμιση κλπ κόλπα. Όχι απλά το ένα ηλεκτρικό μάτι που είχε τώρα, χωρίς φούρνο, που έπρεπε να αλλάζει πάνω του τα τηγάνια και τις κατσαρόλες.
Εκεί , στο σπίτι της, θα αναδείκνυε το μαγειρικό ταλέντο της, καλώντας φίλους.
Προσπάθησε να φανταστεί και τον Τάκη εκεί μέσα.
Είχε θέση στην εικόνα ?
Δεν ήξερε: άλλοτε υπήρχε στην εικόνα ο Τάκης και άλλοτε όχι.
Όταν δεν υπήρχε ο Τάκης, υπήρχε μιά ωραία ανδρική φιγούρα, ασαφής:
αρρενωπή, προστατευτική και ευγενική παρουσία… που όμως δεν είχε σαφή χαρακτηριστικά προσώπου.
Πάντως ήταν ψηλός και είχε ωραία , βαθειά, φωνή.Όχι…όχι, δεν έμοιαζε του Τάκη.
Παιδιά? Υπήρχαν παιδιά στην φαντασίωση?
Στην εκδοχή Τάκη, όχι.
Στην εκδοχή αρρενωπού τύπου , ναί.
Δύο παιδιά.
Την έλεγαν «μαμά» ή «μανούλα» και της ζητούσαν συνεχώς πότε το ένα και πότε το άλλο.
Κοίταξε πάλι τον Τάκη που είχε ξυπνήσει: ήταν δροσερός σαν ένα πατημένο σύκο.
«είναι έτοιμος ο καφές μωρό μου?»…την ρώτησε με την βραχνή φωνή του από τον ύπνο και τον μπάφο.