Έλα πολύ ενδιαφέρον γεγονός, από ιατρική άποψη, περιγράφεται στο σημερινό ευαγγέλιο της Κυριακής.
Είναι από το κατά Λουκά ευαγγέλιο όπου αναφέρει δύο θαύματα:
την ιστορία μιας δωδεκαετούς νεαρής η οποία πέθαινε απο άγνωστη αιτία και την οποία θεραπευσε ο Χριστός ενω ήταν ετοιμοθάνατη ( η ανέστησε μόλις είχε πεθάνει) και μιάς γυναίκας με μητρορραγία από δώδεκα χρόνια η οποία δε σταματούσε ποτέ και την οποία είχαν προσπαθήσει να θεραπεύσουν διάφοροι γιατροί ανεπιτυχώς.
Ο Χριστός, κάποια ώρα που ήταν στριμωγμένος μέσα στο πλήθος, ένιωσε να φεύγει κάποια «δύναμη» (ενέργεια?) από μέσα του και είπε «κάποιος με άγγιξε, ένιωσα να μου φεύγει δύναμη».
Ήταν η γυναίκα με την μητρορραγία η οποία είχε αγγίξει στο χιτώνα του και η οποία θεραπεύτηκε αυτοστιγμεί.
Τέτοιες θαυματουργικές ιάσεις, οι οποίες γίνονται από Αγίους και περιγράφονται σε συναξάρια ή άλλα κείμενα, αλλά και με Αγίους άλλων θρησκειών οι οποίοι περιγράφουν αντίστοιχες θαυματουργικές ιάσεις, είναι ενδιαφέρον ότι περιγράφουν το ίδιο φαινόμενο:
νιώθουν να φεύγει «ενέργεια» από μέσα τους.
Μάλιστα, μετά την θαυματουργική ίαση, αισθάνονται «εξάντληση».
Ακόμα πιο ενδιαφέρον στο ανωτέρω κείμενο είναι το γεγονός ότι δεν περιγράφεται στο κείμενο επαφή ανάμεσα στα δύο σώματα…
Δηλαδή η ασθενής δεν ακούμπησε το σώμα του Χριστού αλλά μόνο το χιτώνα.
Αυτό έχει σημασία γιατί σημαίνει ότι αν μεταδόθηκε κάποια ενέργεια, δεν μεταδόθηκε από το ένα σώμα στο άλλο αλλά μεταδόθηκε μέσω του χιτώνα, η τελοσπάντων, με κάποιο άλλο τρόπο…. αλλά εν αγνοία του Χριστού.
Άρα όχι μέσω υποβολής, ύπνωσης κλπ.
Ίσως έχει κάποια σημασία ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς ήταν γιατρός άρα μπορούμε να θεωρήσουμε την περιγραφή του αρκετά αξιόπιστη και από ιατρικής πλευράς.
Θα είχε πάρει ιστορικό πιο αξιόπιστο από οποιονδήποτε άλλον.
Το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27/10/24. Κυριακή Ζ΄ Λουκά με τα δύο θαύματα του Ιησού.
Ευαγγέλιο Κυριακής, Κατά Λουκά Η'(οκτώ) 41-56 :
Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ,
ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα
ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.
καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.
καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ :
Η θυγατέρα του Ιάειρου και η γυναίκα με την αιμορραγία
Και ιδού, ήρθε ένας άντρας που είχε το όνομα Ιάειρος, και αυτός ήταν άρχοντας της συναγωγής.
Και αφού έπεσε δίπλα στα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να εισέλθει στον οίκο του, γιατί είχε μια θυγατέρα μονογενή, περίπου δώδεκα ετών, και αυτή πέθαινε. Ενώ λοιπόν αυτός πήγαινε, τα πλήθη τον συνέπνιγαν.
Και μια γυναίκα που είχε ροή αίματος από δώδεκα έτη, η οποία σε γιατρούς κατανάλωσε όλη την περιουσία της και δεν μπόρεσε από κανέναν να θεραπευτεί, αφού πλησίασε από πίσω του, άγγιξε το κράσπεδο του ρούχου του και αμέσως σταμάτησε η ροή του αίματός της.
Και είπε ο Ιησούς: «Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;» Ενώ λοιπόν όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος: «Επιστάτη, τα πλήθη σε συμπιέζουν και σε συνθλίβουν».
Ο Ιησούς όμως είπε: «Με άγγιξε κάποιος, γιατί εγώ κατάλαβα ότι δύναμη έχει εξέλθει από εμένα».
Όταν είδε λοιπόν η γυναίκα ότι δε διέφυγε την προσοχή, τρέμοντας ήρθε και έπεσε μπροστά του και διηγήθηκε μπροστά σε όλο το λαό για ποια αιτία τον άγγιξε και πώς γιατρεύτηκε αμέσως.
Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα μου, η πίστη σου σε έχει σώσει. πήγαινε με ειρήνη».
Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, έρχεται κάποιος από την οικία του αρχισυνάγωγου λέγοντας: «Η θυγατέρα σου έχει πεθάνει. μην ενοχλείς πια το δάσκαλο».
Αλλά ο Ιησούς, όταν άκουσε, του αποκρίθηκε: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστεψε, και θα σωθεί».
Όταν ήρθε λοιπόν στην οικία, δεν άφησε κανέναν να εισέλθει μαζί του παρά μόνο τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα του.
Και όλοι έκλαιγαν και τη θρηνούσαν. Αυτός είπε: «Μην κλαίτε, γιατί δεν πέθανε αλλά κοιμάται».
Και τον περιγελούσαν, γιατί ήξεραν ότι πέθανε.
Αυτός, όμως, αφού κράτησε το χέρι της, φώναξε λέγοντας: «Κορίτσι, σήκω».
Και επέστρεψε το πνεύμα της και σηκώθηκε αμέσως, και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάει.
Και έμειναν εκστατικοί οι γονείς της. Εκείνος τους παράγγειλε να μην πουν σε κανέναν το γεγονός.