12 Νοε 2024

Δουλεύοντας σαιζόν στο Μαυρονήσι, Νο2

 


H Γιώτα κάνει ψυχοθεραπεία ή πως τα κοινωνικά προβλήματα βαφτίζονται ψυχολογικά.


Η Αλίκη,  η ψυχολόγος, καθόταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της σε μια συνεδρία με βιντεοκλήση με μιά ασθενή της, την Ιοκάστη (Γιώτα) που εργαζόταν «σαιζόν» ως σερβιτόρα σε εστιατόριο, στο Μαυρονήσι.

Η Αλίκη έβλεπε ψυχιατρικούς  ασθενείς από το Μαυρονήσι μέσω μιάς ΜΚΟ που έπαιρνε ευρωπαική χρηματοδότηση για την ψυχιατρική υποστήριξη των κατοίκων των νησιών του Αιγαίου.

Την μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) , «Φλόγα Αυτογνωσίας- Νέα Αρχή» η συνοπτικά ΦΑΝΑ.

Από εκεί έπαιρνε ένα χιλιάρικο τον μήνα και της παρέπεμπαν ασθενείς για αξιολόγηση και ψυχοθεραπεία.

Συνήθως τους είχε δεί και ψυχίατρος,  πιό πριν,  και είχε δώσει και φάρμακα αλλά, όταν έκρινε ότι χρειαζόταν, τους έστελνε  και γιά ψυχοθεραπευτική παρέμβαση  στην Αλίκη.

Αν και η αμοιβή ήταν αστεία μπροστά στον όγκο των ασθενών και στην ευθύνη που αναλάμβανε, η Αλίκη το έκανε αφ´ ενός για το οικονομικό (χίλια ευρώ τον μήνα ήταν μιά βοήθεια στα περιορισμένα οικονομικά της) αλλά και γιατί έβλεπε και ενδιαφέροντα περιστατικά εργασιακής εξουθένωσης.

Διότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παραπομπών δεν ήταν ασθενείς  με τις συνήθεις  ψυχικές νόσους όπως αυτές κατατάσσονται και διαγιγνώσκονται με βάσει τα ισχύοντα διαγνωστικά κριτήρια των ψυχικών νόσων: ήταν απλά εξουθενωμένοι άνθρωποι…

… ψυχικά και σωματικά.

Συνήθως εργάζονταν σε κουραστικές εργασίες με κίνηση και ορθοστασία επί 12 και βάλε ώρες ημερησίως, χωρίς κανένα ρεπό, επί μήνες.

Σερβιτόροι, μάγειρες, καθαρίστριες, καμαριέρες, ρεσεψιονίστ, συντηρητές.

«Αλίκη δεν αντέχω άλλο» δήλωσε η Ιοκάστη.

Πονάω παντου, σε όλο μου το κορμί.

 Δεν ξεκουράζομαι ποτέ.

Δεν ηρεμώ ποτέ.

Ξυπνάω το πρωί και είμαι κουρασμένη.

Εχω κακή διάθεση, νιώθω ότι η ζωή μου είναι ένα συνεχές τρεχαλητό χωρίς καμμιά επιβράβευση, καμμιά χαρά, καμμιά αξιοπρεπή αμοιβή, καμμιά προοπτική».

Κοιτάχτηκαν με την Αλίκη.

Είχαν περίπου την ίδια ηλικία αλλά η ζωή τους διάφερε σημαντικά: και όσο αφορά την κούραση και οσο αφορά την ανασφάλεια, και όσον αφορά την ικανοποίηση.

Παρ´ όλα αυτά επικοινωνούσαν: ένιωθαν ότι καταλαβαίνει η μιά την άλλη.

«Μέχρι πότε θα το κάνω αυτό?, συνέχισε η Ιοκάστη.

Μέχρι ποιά ηλικία θα αντέχω?

Θα φτάσω στα πενήντα και θα τρέχω σερβίροντας φαγητά και ποτά με χαμόγελο σε δύστροπους κοιλαράδες και κακομαθημένα κωλόπαιδα ?»

Θα μένω με τον κάθε κακόμοιρο και κακοπληρωμένο σύντροφο σε ανήλιες τρύπες που δεν ζεις παρά μόνο αν είσαι αρουραίος η κατσαρίδα?»

«Δεν στο λεω για να με λυπηθείς.»

Η Αλικη ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι .

Από μικρή ήταν  ο τύπος της ευαίσθητης κοπέλας που θέλει  να κατανοήσει σε βάθος αλλά και να βοηθάει τους ανθρώπους.

Και τον εαυτο της, φυσικά.

Για αυτό,  εξ άλλου,  έγινε ψυχολόγος.

….κατ αρχήν, για να κατανοήσει τους μηχανισμούς του ανθρώπινου ψυχισμού και , δευτερευόντως, για να χρησιμοποιήσει την γνώση αυτή ώστε να βοηθήσει τους ανθρώπους να ζήσουν μιά ζωή με λιγότερο πόνο και περισσότερη λειτουργικότητα.

Με  περισσότερη αυτογνωσία  και ικανοποίηση.

Να ξέρουν τι θέλουν και τι τους γίνεται.

Ωραίοι και φιλόδοξοι στόχοι, σκέφτηκε με πίκρα… αλλά, στην πραγματική ζωή, ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα.

Στην προσπάθεια της να μάθει θεραπευτικές τεχνικές, προσέγγισε διάφορα ψυχολογικά στρατόπεδα : στην αρχή  έφαγε μερικά χρόνια προσπαθώντας να κάνει ψυχαναλυτική εκπαίδευση.

Έκανε ανάλυση ίδια, ξόδεψε ένα σωρό λεφτά, χρόνο και ενέργεια αλλά, τελικά,  απογοητεύτηκε από διάφορους παράγοντες : γκουρού αυτοχρισμένοι και κρυφοαλαζονικοί, αυθαιρεσία των ιδεολογικών κατασκευών  αλλά και των πρακτικών διαδικασιών.

Μετά έγινε  θιασώτης -ή τουλάχιστον απέκτησε αρκετό ενδιαφέρον- για τον συμπεριφορισμό και την γνωσιακή  ψυχοθεραπεία  και μετά κατέληξε στην οικογενειακή θεραπεία -  ή συστημική θεραπεία όπως λένε-  που περισσότερο εστιάζει στις σχέσεις των ατόμων μέσα σε ένα σύστημα όπως το ζευγάρι, η οικογένεια ή μιά ομάδα.

Και τώρα είχε μπροστά της τα προβλήματα της πραγματικής ζωής: την Γιώτα, μιά ταλαιπωρημένη νέα γυναίκα, στην ηλικία της, που υφίσταται την εργασιακή εκμετάλλευση και κακοποίηση.

Με κύριο αίτιο την φτώχεια.

Την φτώχεια σε λεφτά που καταλήγει και φτώχεια σε ευκαιρίες, σε προοπτική, ακόμα και σε σχέσεις.

Διότι και οι σωστές συναισθηματικές σχέσεις, θέλουν ενέργεια και χρόνο.

Αν εξοντώνεσαι στην δουλειά, δεν έχεις χρόνο και ενέργεια για τίποτε άλλο.

Δυστυχώς δεν οφείλονται όλα στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και την καθήλωση στο στοματικό στάδιο, σκέφτηκε αυτοσαρκαζόμενη για τις απλοϊκές ερμηνείες που  η ίδια η Αλίκη έδινε στην διάρκεια της ψυχαναλυτικής της εκπαίδευσης.

Έριξε το βλέμμα της στην Γιώτα.

Την συμπαθούσε και την πονούσε για την άτυχη ζωή της: 

ήταν από μια φτωχή,  οικονομικά και μορφωτικά, οικογένεια της επαρχίας.

Και μόνο γιά το γεγονός ότι κατάφερε και μπήκε και σπούδασε στα ΤΕΙ Διοίκησης Μονάδων Υγείας, ήταν αξιέπαινη.

Ήταν η πρώτη που σπούδασε στην ευρύτερη οικογένειά της.

Και αντί η κοινωνία και η πολιτεία να την επιβραβεύσει για την προσπάθειά της και  να της δώσει μια ευκαιρία  περαιτέρω εξέλιξης σε αυτό που σπούδασε,  διορίζοντας την σε ένα   επαρχιακό νοσοκομείο,  διόριζε ένα κάρο άχρηστους και άσχετους.

 Αυτοί  οι οποίοι είχαν σπουδάσει κάτι σχετικά με την Διοίκηση των  νοσοκομείων,  γινόταν σερβιτόροι.

Ωραία όλα αυτά σκεφτόταν η Αλίκη… 

«Προφανώς η κοινωνία είναι άδικη και δεν δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους. 

Αλλά, δεν υπάρχει και η ατομική ευθύνη; 

Δηλαδή δεν φέρει ο καθένας μας ευθύνη για τις αποφάσεις που παίρνει στη ζωή του; 

Η Γιώτα - για παράδειγμα-  έπρεπε να πάει να βρει αυτόν τον άχρηστο σύντροφο; 

Ο Τάκης δεν ήταν μία τροχοπέδη -αν όχι μιά οπισθοδρόμηση- στην περαιτέρω εξέλιξη της Γιώτας; 

Μήπως λοιπόν και η Γιώτα είχε μια εσωτερική ανάγκη να βρει κάποιον κατώτερο ή κάποιον προβληματικό να φροντίζει και να το παίζει μανούλα του; 

Αυτό όμως δεν ήταν μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά;»

Η Αλικη είχε μνήμη ελέφαντα και από την φύση της αλλά και γιατί την είχε ασκήσει.

Της ήταν απαραίτητη στην δουλειά της.

Άρχισε να έχει ενοχές μετά απο αυτές τις σκέψεις.

 Ένιωσε ένοχη γιατί έπιασε τον εαυτό της να αγνοεί το κοινωνικό πρόβλημα, δηλαδή την φτώχεια και την εργασιακή εκμετάλλευση της Γιώτας,  και να φορτώνει όλη την ευθύνη σε αυτήν: 

το άτομο φταίει για την μοίρα του με τις κακές του αποφάσεις…δεν φταίνει η φτώχεια και η κοινωνική και εργασιακή ασυδοσία.

«Δεξιά προσέγγιση,  Αλίκη» σκέφτηκε.

«είναι  πολυ βολική για το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα η ψυχολογικοποίηση των κοινωνικών προβλημάτων»

Η Αλίκη δεν ήταν αριστερή αλλά δεν ήταν και δεξιά: είχε κοινωνικές ευαισθησίες.

«Πρέπει να μάθω να διαχειρίζομαι τις ενοχές μου», σκέφτηκε.

Αλλά, από τα πολλά διαβάσματά της της ξεπεταγόταν στην μνήμη ολόκληρες φράσεις, σχετικές με την ψυχολογική της κατάσταση.

Ήταν και θρησκευόμενη.

Είχε ένα σεβασμό για την θρησκεία χωρίς να επιμένει στους τύπους.


«Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·

ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν»,

((Μη κατακρίνετε και μη καταδικάζετε τον πλησίον σας για να μη κατακριθείτε και σεις από τον Θεό . 

Διότι με την σκληρή και αυστηρή κρίση, που κατακρίνετε, θα κατακριθήτε και με το ίδιο μέτρο που κρίνετε τις πράξεις του άλλου… θα μετρηθεί από τον Θεό και η δική  σας ζωή και συμπεριφορά).

Μα αυτή είναι η δουλειά μου , σκέφτηκε η Αλίκη: 

«κρίση και κατανόηση αλλά χωρίς επίκριση».

«Πρέπει να το προσέξω αυτό το θέμα… αν φτάσω να κατηγορώ τους άρρωστους για την τύχη τους, το έχω χάσει το παιχνίδι.

Χώρια που πρέπει να πολεμήσω και να περιορίσω και την δική μου αλαζονεία.

«Πρέπει να πάψω να παίζω την επιτυχημένη που διδάσκει κανόνες επιτυχίας»

«Τι μπορεί να προσφέρει ψυχοθεραπευτικά ένα επηρμένο και αλαζονικό άτομο;»

Κοίταξε την Γιώτα και πάλι.

 Πρόσεξε την έκφραση πόνου και αγωνίας που είχε στο πρόσωπο της. 

Οι κρίσεις πανικού της Γιώτας, αντί να περιορίζονται, γινόταν πιο συχνές. 

Βέβαια έφταιγε που είχε κόψει και το αντικαταθλιπτικό ο ψυχίατρος της ΦΑΝΑ: ήταν ήδη χρόνια που έπαιρνε αντικαταθλιπτική αγωγή για τις κρίσεις πανικού.

 Είχαν συμφωνήσει με τον ψυχίατρο να διακοπεί η αγωγή για να γίνει προσπάθεια μόνο ψυχοθεραπευτικά. 

Αλλά μόλις πέρασε λίγος καιρός από την διακοπή της θεραπείας, οι κρίσεις αυξήθηκαν…  οπότε, τα πράγματα γινόταν πιο δύσκολα για την Αλίκη…. που έκανε το ψυχοθεραπευτικό κομμάτι της θεραπείας


«τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ οφθαλμώ δοκὸν, οὐ κατανοεῖς;»


Πετάχτηκε πάλι η φράση από το Ευαγγέλιο μπροστά στο μυαλό της Αλίκης. 

(Γιατί βλέπεις το μικρό αχυράκι που υπάρχει στο μάτι του αδελφού σου, και δεν αισθάνεσαι το δοκάρι που είναι στο δικό σου μάτι?)

Η  η Αλίκη ανησύχησε: 

«…τι είδους «βλάβη» έχω να μου πετάγονται συνέχεια φράσεις από το υποσυνείδητο στο συνειδητό και να μου διαταράσσουν την ροή της σκέψης; 

Μήπως είναι οργανική βλάβη του εγκεφάλου; Μήπως έχω κανένα όγκο στον κροταφικό λοβό?

Μήπως είναι μήνυμα αυτογνωσίας από τον Θεό?

Μήπως από το υποσυνείδητο που με προειδοποιεί?»


«ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου;»


( Και με τι δικαίωμα θα πεις στον αδελφό σου, άφησέ με να βγάλω το αχυράκι από το μάτι σου -να διορθώσω δηλαδή εγώ, σαν καλύτερος τάχα, το δικό σου σφάλμα- καθ' ον χρόνο υπάρχει στο μάτι σου  ολόκληρο δοκάρι;)


Η Αλίκη ήταν επαγγελματίας της αυτογνωσίας και της διαχείρισης των ενοχών, και στον εαυτό της και στους άλλους.


«ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου».


«Συμφωνώ Γιώτα ότι οι συνθήκες στη ζωή σου αυξάνουν το άγχος και δημιουργούν συνθήκες μεγάλης πίεσης»,  είπε τελικά η Αλίκη. 

Ήταν γεμάτη ενοχές  η ίδια… αλλά, έκανε και μια προσπάθεια να αποφορτίσει λίγο τη Γιώτα.

 …προσπάθησε να κάνει μια εισαγωγή για το επόμενο επιχείρημα της χωρίς να προκαλέσει έντονη αντίδραση:

«Το πρόβλημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μεταβάλουμε κάποιες συνθήκες της ζωής μας οι οποίες προκαλούν την αυξημένη πίεση…

…γιά παράδειγμα, εσύ τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που σου προκαλεί το περισσότερο άγχος; …το έχεις εντοπίσει; 

Έχει σχέση με τη δουλειά σου;  Με τη σχέση σου; Με τα οικονομικά σου; 

Τι ακριβώς πιστεύεις;»

Σταμάτησε για λίγο γιά να δεί την έκφραση της Γιώτας και την εντύπωση που της έκαναν οι «προβοκατόρικες» ερωτήσεις της.

Ήταν κι αυτός ένας φτηνός αλλά καλός τρόπος να γλιτώνεις ως ψυχοθεραπευτής και να κερδίζεις χρόνο: 

ρίχνεις την μπάλα στην εξέδρα, ρωτώντας τον ασθενή τι νομίζει αυτός για το Αλφα… και πως νιώθει αυτός για το Βήτα… και τι πιστεύει αυτός για το Ωμέγα.

Κάνεις και λίγο προκλητικές ή ενοχλητικές ερωτήσεις για να μετρήσεις αντιδράσεις.

Η Γιώτα έδειξε ενοχλημένη: 

«αφού ξέρεις,  Αλίκη, τις συνθήκες της ζωής μου!»

«Είναι φυσιολογικό να δουλεύω ασταμάτητα επί έξι μήνες , δώδεκα ώρες την ημέρα κουβαλώντας δίσκους;

Είναι φυσιολογικό ; 

Είνσι φυσιολογικό να μένω σε μια τρύπα;

Είναι φυσιολογικό να κάθομαι έξι μήνες με 360€ τον μήνα επίδομα ανεργίας;

Είναι φυσιολογικό να μην ελπίζω σε ένα δικό μου σπίτι , σε μια σταθερή διαμονή, σε μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή;

Πες ότι τώρα βρίσκω τον ιδανικό σύζυγο και κάνω ένα δυό παιδιά: που θα μεγαλώσουν ;

Πότε στην Σαντορίνη, πότε στην Μύκονο και πότε στην Πάρο; 

Σε ποιό σχολείο θα στεριώσουν; Σε ποιό σχολείο θα κάνουν φίλους; Ποιος θα  τα προσέχει; 

Ποιος θα τα πηγαίνει σχολείο,  Αγγλικά  και γυμναστήριο; 

Εγώ?

…με αυτό το ωράριο?

Θα πρέπει να βρώ έναν πρίγκηπα με αρκετά λεφτά  για να να μην εργάζομαι….υπάρχουν πράγματι πολλοί τέτοιοι;

…αλήθεια, εσύ με τόσα προσόντα, Αλίκη, έχεις βρει κάποιον καλό,  να κάνεις οικογένεια; 

Δεν είναι απλό.

Αφού το ξέρεις.

Σωματικά και ψυχικά είμαι κουρέλι. 

Και δεν ευθύνομαι προσωπικά: φταίνε οι γενικότερες συνθήκες».

Η Αλίκη ένιωσε να αυξάνουν οι ενοχές της.

Το πρόβλημα είναι ότι, εκτός από τις ενοχές ,την βασάνιζε και ένα αίσθημα αδυναμίας: καταλάβαινε ότι ο ρόλος της ως ψυχολόγου και ψυχοθεραπεύτριας, ήταν ένας πολύ αδύναμος ρόλος, ένας ρόλος με περιορισμένες δυνατότητες.

Οι κρίσεις πανικού της Γιώτας, δεν οφείλονται μόνο σε μιά πιθανή οργανική προδιάθεση αλλά και στις πιεστικές συνθήκες και στο αίσθημα  αδιεξόδου που βίωνε.

«Αν η Γιώτα , σύμφωνα με το πτυχίο της ήταν υπάλληλος σε ενα νοσοκομείο με ένα σίγουρο μισθό, άνετο οκτάωρο , άδειες  και εξέλιξη, πιθανόν να μην είχε κρίσεις πανικού.

Αλήθεια, έχει γίνει καμμιά εργασία που να συγκρίνει την συχνότητα των κρίσεων πανικού ανάλογα με το επάγγελμα?»

…σκέφτηκε η Αλίκη σε μιά κρίση ενοχής.

Και βρέθηκε τώρα να κάνει το δεκανίκι του συστήματος: 

να μπαλώνει ψυχολογικά την εργαζόμενη που κακοποιείται από τον εργοδότη της αλλά και από την πολιτεία που κάνει τα στραβά μάτια στους ασύδοτους εργοδότες.

Που είναι ο κανόνας.

«Είμαι ένα δεκανίκι του ξενοδόχου: πρέπει να στηλώσω στα τρεμάμενα πόδια της την Γιώτα για να μπορέσει να βγάλει χαμογελαστή το δωδεκάωρο», σκέφτηκε.

«Αυτά ονειρευόμουν στην διάρκεια των σπουδών μου?»


9 Νοε 2024

δουλεύοντας σεζόν στο Μαυρονήσι, Νο1

 


Ήταν περίπου 11 και μισή το πρωί όταν η Γιώτα (που το πραγματικό της βαφτιστικό  ήταν Ιοκάστη) ξύπνησε με βαρύ κεφάλι και κακή διάθεση. 

Ήταν φυσικό και νιώθει κομμάτια και να πονάει σχεδόν παντού, αφού είχε κοιμηθεί στις τρεις το πρωί : ήταν σερβιτόρα και δούλευε σερί , από τις δύο το μεσημέρι μέχρι τις δύο το βράδυ. 

Και αυτό κάθε μέρα,  χωρίς κανένα ρεπό,  επί έξι μήνες. 

Εκεί, στο πολυτελές εστιατόριο του πεντάστερου ξενοδοχείου Hotel Mediterranean Love Resort , στο Μαυρονήσι, είχαν ξεκάθαρες απόψεις για τα εργασιακά σου δικαιώματα: δεν είχες κανένα.

Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο - τρύπα που της είχε παραχωρήσει «δωρεάν» το ξενοδοχείο μαζί με ένα σωρό άλλους μισθωτούς σκλάβους.

Εκεί ζούσε τους τελευταίους μήνες.

Τώρα έπρεπε οπωσδήποτε να φτιάξει ένα καλό, δυνατό καφέ, γιά να ξελαμπικάρει το κεφάλι της… αλλά και να φάει κάτι,  μην την ενοχλήσει ο καφές στο στομάχι. 

Είχε μόνο ένα ηλεκτρικό μάτι και έπρεπε να αποφασίσει αν θα φτιάξει πρώτα τον καφέ ή πρώτα την ομελέτα που θα μοιραζόταν με τον σύντροφό της, τον Τάκη.

Ήταν μια νέα γυναίκα γύρω στα 35, μάλλον κακοπαθημένη και πρόωρα  γερασμένη από τις κακουχίες, την ανασφάλεια και την εξαντλητική εργασία. 

Βέβαια,  όταν πήγαινε στη δουλειά ντυμένη και βαμμένη,  φαινόταν πολύ καλύτερη εμφανισιακά… και,  η μόνιμα ευχάριστη έκφραση που με επαγγελματικό τρόπο φορούσε στο πρόσωπο της,  έκρυβε καλά την καταθλιπτική διάθεση που  είχε συνήθως. 

Κάθε μέρα, χωρίς κανένα ρεπό, επί έξι μήνες….…έξι μήνες το χρόνο, κάθε μέρα, δωδεκάωρο, όρθια…… και παράλληλα να περπατάει, να ανεβαίνει και να  κατεβαίνει σκάλες, φορτωμένη  με δίσκους.

Δίσκους  που ήταν βαρίδια από τα φαγητά,  τα κρασιά και τις μπύρες.

Σάββατα, Κυριακές, αργίες, Δεκαπενταύγουστο. Όλες οι μέρες ίδιες, όλες το ίδιο κουραστικές.

Κάθε μέρα,  το ίδιο μεροκάματο γαλέρας, όλη τη σεζόν που ξεκίναγε την άνοιξη και τελείωνε το φθινόπωρο. 

Δώδεκα ώρες κάθε μέρα, χωρίς διάλειμμα και χωρίς να κάθεται σε μια καρέκλα,  να ξαποστάσει. 

Ακόμη και το τριτοκλασάτο φαγητό για το προσωπικό, σχεδόν πάντα άνοστο και χαμηλής ποιότητας, το έτρωγε στο πόδι για να μη χάνει «εργάσιμο χρόνο». 

Εργάσιμος χρόνος! Τι αστείο!  

Λες και υπήρχε ελεύθερος, μη εργάσιμος, χρόνος. 

Αφού το ωράριο ήταν αυθαίρετα ξεχειλωμένο από οκτώ σε δώδεκα ώρες… χωρίς να είναι πληρωμένες οι υπερωρίες.…φυσικά.

«Αυτοί είναι οι όροι εργασίας»,  σου έλεγαν. «Άμα θες».

Συχνά βέβαια, σε παραμύθιαζαν ότι «ίσως» σου έδιναν δύο ρεπό το μήνα «αν το επέτρεπαν οι συνθήκες». Που δεν το επέτρεπαν ποτέ. 

Έπρεπε να είσαι τελείως μαλάκας - ή τελείως παρθένα στη δουλειά - για να τους πιστέψεις. Όποιονδήποτε και να ρωτούσες στην πιάτσα, θα σου έλεγε ποιοί είναι οι όροι εργασίας. Και η αμοιβή; Η Γιώτα έπαιρνε 1150 € το μήνα, στάνταρ μισθό, συν τα tips που κυμαίνονταν από τρία έως οκτώ κατοστάρικα, ανάλογα το μήνα και ανάλογα τη δουλειά. Αυτή ήταν η αμοιβή της για την  σαιζόν: τους πέντε ή έξι μήνες εργασίας.Έπρεπε να βάλει λεφτά στην άκρη, γιατί τον υπόλοιπο χρόνο,  την έβγαζε με το επίδομα ανεργίας: 340 ολόκληρα ευρώ μηνιαίως.Ούτε για το νοίκι γκαρσονιέρας σε μεσαία περιοχή της Αθήνας.Ααααα ναι,  περιλαμβανόταν και η  «στέγαση» στο «δωρεάν». Ήταν μια τρύπα ενός δωματίου 15 τετραγωνικών με μία τουαλέτα που είχε και μιά ντουζιέρα ενός τετραγωνικού :σύνολο τουαλέτας - ντουζιέρας, τρία τετραγωνικά.Το δωμάτιο ήταν ισόγειο και είχε ένα παράθυρο και μιά πόρτα.´Εξω από την πόρτα είχε μια μικρή κοινή αυλή που άπλωναν τα πλυμένα βρακιά κλπ ρούχα οι υπόλοιποι συνάδελφοι από το ξενοδοχείο που έμεναν και αυτοί σε διπλανά δωμάτια- τρύπες.Το παράθυρο είχε  μια φοβερή θέα: έναν τοίχο,  στο ένα μέτρο .Στην ουσία ήταν μια σειρά δωμάτια φυτεμένα στην πίσω μεριά του ξενοδοχείου ανάμεσα σε δύο κτίρια χωρίς να βλέπουν τίποτα και σχεδόν χωρίς να περνάει καν ο ήλιος μέσα στα δωμάτια… αφού, ακόμα και το μεσημέρι που ήταν κάθετες οι ακτίνες του,  έπρεπε να έχεις σύστημα κατόπτρων για να κατευθύνεις τον ήλιο μέσα στο δωμάτιο. 

Στα δωμάτια του ισογείου έμεναν τα μεσαία στελέχη σαν την Γιώτα και τον Τάκη ενώ στον πρώτο όροφο- στα έπάνω δωμάτια που ήταν εξ ίσου μιζερα με αυτά του ισογείου-  έμεναν οι «προιστάμενοι».

Τα υπόγεια δωμάτια που ήταν κατάλληλα μόνο για ποντίκια και κατσαρίδες, έμεναν οι μαύροι και οι πακιστανοί.

Το δωμάτιο-τρύπα το μοιραζόταν με τον φίλο της τον Τάκη τον μπάρμαν  (Παναγιώτη τον έλεγαν,  για τους πελάτες του ξενοδοχείου ήταν ο Takis). 

Ο Τάκης ο μπάρμαν ήταν ένας σαραντάρης μισοαλκοολικός που τράβαγε ποτέ ποτέ για καμιά τζούρα κόκα όταν το επέτρεπαν τα οικονομικά του. Στην ουσία η Γιώτα προσπαθούσε να κοροϊδέψει τον εαυτό της ότι ο Τάκης ήταν «δεσμός» αφού ήταν τα τελευταία δύο χρόνια μαζί.

Αυτή προσπαθούσε να βρουν δουλειές στο ίδιο ξενοδοχείο και μοιράζονταν και τα καταλύματα- τρύπες που αυτά τους παρείχαν. Ήταν μία συμβιωτική σχέση αφού τους έκανε να νιώθουν λιγότερη μοναξιά, περισσότερη ασφάλεια  και, υποτίθεται, «φρόντιζαν ο ένας τον άλλο». Στην ουσία βέβαια η Γιώτα φρόντιζε τον Τάκη,  αφού  ο Τάκης ήταν αχαΐρευτος, σχεδόν αλκοολικός και συναισθηματικά  ασταθής.Ήταν βέβαια γοητευτική προσωπικότητα -όταν ήθελε- όπως οι περισσότεροι ψευταράδες και χειριστικοί αλκοολικοί. 

Η Γιώτα προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι και ένιωσε ένα πόνο στην  μέση, μετά ένα πόνο στον αυχένα και, μετά, ένα πόνο στον αριστερό ώμο. Κάθε κίνηση ήταν πηγή πόνου. 

Ο αριστερός ώμος σήκωνε τον δίσκο με τα μεγάλα βάρη αλλά ο δεξιός ώμος και το δεξί χέρι έκανε τις ίδιες , εκατοντάδες φορές  την ημέρα, κινήσεις του σερβιρίσματος. Η άνιση κατανομή των φορτίων στους δύο ώμους αλλά και στον κορμό, η διαφορετική δύναμη που έπρεπε να καταβάλουν οι μύες στην αριστερή και την δεξιά πλευρά του σώματος, αλλά και οι ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις που έκανε το δεξί  χέρι -διαφορετικές από αυτές που έκανε το αριστερό χέρι- δημιουργούσαν αυτό που λένε οι  γιατροί των αθλητικών και εργασιακών κακώσεων,  “repetitive strain injuries”  (επαναλαμβανόμενοι  τραυματισμοί υπερχρήσεως). 

Της άρεσαν της Γιώτας αυτοί οι φανταχτεροί ιατρικοί όροι. 

Απο την εποχή που φοιτούσε στο ΕΠΑΛ για την ειδικότητα του βοηθού μικροβιολογικού εργαστηρίου. 

Αλλά και μετά , όταν μπήκε στο ΤΕΙ Διοίκησης Μονάδων Υγείας.Από το Hospital Management στο  Hotel Management….και μετά στο Service. 

Αν υπήρχε καλύτερο οικογενειακό περιβάλλον και περισσότερη οικονομική άνεση, θα ήθελε να σπουδάσει κάτι του γούστου της.

Έριξε μιά ματιά στον Τάκη που ροχάλιζε πάνω στο διπλό κρεβάτι με το σώμα του σε μιά άβολη στάση. Το αλκοόλ του ήταν πλέον απαραίτητο για να κοιμηθεί. Κάποτε επισκέφθηκαν έναν γιατρό γιατί είχε μυική αδυναμία και «μυρμηγκιάσματα» στα πόδια και, ο γιατρός,  είπε ότι μάλλον είναι «αλκολική πολυνευροπάθεια»…ότι δηλαδή το αλκοόλ του πείραξε τα νεύρα στα πόδια και στα χέρια.

Πειράζει μάλλον και τα νεύρα στο πουλί του…. σκέφτηκε τότε η Γιώτα: μάλλον γι αυτό πλέον του σηκώνεται δύσκολα.

Εκτός και αν έχει φτιαχτεί  με κόκκα.

Η Γιώτα προβληματιζόταν και με την διάθεσή του Τάκη,  που ήταν συνεχώς μεταβαλλόμενη : άλλοτε ήταν σε καλή διάθεση, άλλοτε σε κακή, άλλοτε έκανε εκρήξεις θυμού για ψύλλου πήδημα, άλλοτε την λάτρευε και την παρακαλούσε να μην τον αφήσει ποτέ. 

Είχε πάει σε ψυχίατρο για τον εαυτό της για τις κρίσεις πανικού και , με την ευκαιρία, ρώτησε τον γιατρό και για τον Τάκη. 

Του περιέγραψε την κατάσταση του Τάκη, τις συνεχώς μεταβαλλόμενες συμπεριφορές του , την ασταθή διάθεση του , την κατάχρηση αλκοόλ. 

Ο ψυχίατρος δεν πήρε θέση ούτε έκανε  διάγνωση.…φυσικά…σε ασθενή που δεν έχει δει δεν μπορούσε να πει.…οι γιατροί είναι πολύ προσεκτικοί σε κάτι τέτοια-  αλλά είπε, σε κάποια στιγμή,  ότι μπορεί να μη φταίει το ποτό για όλα αυτά αλλά να είναι η «δομή της προσωπικότητας» του τέτοια……να έχει κάποια «διαταραχή προσωπικότητας». 

Η Γιώτα έψαξε τον όρο «διαταραχές προσωπικότητας» στο Google και τρόμαξε: έμοιαζαν κακά πράγματα .….εκτός του ότι ήταν αρκετά είδη  οι  αυτές οι διαταραχές προσωπικότητας. 

Και ήταν και τρομακτικές στην περιγραφή τους. Κάποιες είχαν χαρακτηριστικά που ταίριαζαν στον Τάκη. Αλλες, είχαν παράξενα και μπερδεμένα συμπτώματα. 

Βγάλε άκρη.

Και άντε εσύ να πεισεις τον Τάκη να πάει σε ψυχίατρο.

Σιγά μην πάει.«Ξέρει αυτός τον εαυτό του». Όλα τα ξέρει, τρομάρα του.

Εφτιαξε ένα καλό καφέ και ετοίμασε την ομελέτα ώστε να πάρουν μαζί το πρωινό με τον Τάκη. Τον πλησίασε και με χαμηλή φωνή του είπε «Τάκη, ξύπνα αγάπη μου να πιούμε καφέ και να τσιμπήσουμε κάτι» και  τον ακούμπησε απαλά. 

Ο Τάκης κοιμόταν βαρειά, ροχαλίζοντας.Εβγαλε ένα γρυλλητό και άλλαξε πλευρό.

Η Γιώτα προσπάθησε άλλη μιά φορά να φανταστεί τον εαυτό της μέσα σε ένα ωραίο φωτεινό διαμέρισμα, δικό της.….έστω και τριάρι ή και μικρότερο, αλλά δικό της. 

Ήταν επιπλωμένο με γούστο και είχε μιά ωραία κουζίνα με κεραμικά μάτια. Εκεί θα μαγείρευε  τα ωραία φαγητά που απαιτούν δύο ή τρία  μάτια κουζίνας,  ταυτόχρονα.…και ένα φούρνο, φυσικά , με χρονορρύθμιση κλπ κόλπα. Όχι απλά το ένα ηλεκτρικό μάτι που είχε τώρα,  χωρίς φούρνο, που έπρεπε   να αλλάζει πάνω του τα τηγάνια και τις κατσαρόλες. 

Εκεί , στο σπίτι της, θα αναδείκνυε το μαγειρικό ταλέντο της,  καλώντας φίλους.

Προσπάθησε να φανταστεί και τον Τάκη εκεί μέσα.

Είχε θέση στην εικόνα ? 

Δεν ήξερε: άλλοτε υπήρχε στην εικόνα ο Τάκης και άλλοτε όχι.

Όταν δεν υπήρχε  ο Τάκης, υπήρχε μιά ωραία ανδρική φιγούρα, ασαφής:

αρρενωπή, προστατευτική και ευγενική    παρουσία… που όμως δεν είχε σαφή χαρακτηριστικά προσώπου.

Πάντως ήταν  ψηλός και είχε ωραία , βαθειά, φωνή.Όχι…όχι, δεν έμοιαζε του Τάκη. 

Παιδιά? Υπήρχαν παιδιά στην φαντασίωση?

Στην εκδοχή Τάκη, όχι.

Στην εκδοχή αρρενωπού τύπου , ναί.

Δύο παιδιά. 

Την έλεγαν «μαμά» ή «μανούλα» και της ζητούσαν συνεχώς πότε το ένα και πότε  το άλλο.

Κοίταξε πάλι τον Τάκη που είχε ξυπνήσει: ήταν  δροσερός σαν ένα πατημένο σύκο.

«είναι έτοιμος ο καφές μωρό μου?»…την ρώτησε με την βραχνή φωνή του από τον ύπνο και τον μπάφο.

8 Νοε 2024

…γυναίκα, μαύρη, μετανάστρια, όχι πλούσια και υποψήφια πρωθυπουργός της Βρετανίας








…η νέα αρχηγός των συντηρητικών της Βρετανίας είναι σαρανταπεντάρα, Νιγηριανής καταγωγής και από τους δύο γονείς (μορφωμένοι: ο πατέρας γενικός γιατρός GP, η μητέρα της καθηγήτρια Φυσιολογίας).

Γεννήθηκε Βρετανία αλλά με παιδικά  χρόνια στην Νιγηρία.

Δούλεψε σε πολλές δουλειές - μεταξύ των οποίων και σε Μακ Ντόναλντς - κυρίως όμως σε τράπεζες…άρα ξέρει και από οικονομικά.

Σπούδασε στο Σάσσεξ  (όχι Οξφόρδη Κέμπριτζ κλπ) και είναι κομπιουτερατζού  (πτυχίο μηχανικού υπολογιστών) και μετά μπάτσελορ νομικής στο Μπιρμπεκ.

Παντρεμένη με τρία παιδιά,  με σύζυγο  Ιρλανδικής καταγωγής.

Εναντίον των γουοκάκηδων και της ανεξέλεκτης μετανάστευσης.


She argued that "Our country is not a dormitory for people to come here and make money. It is our home. Those we chose to welcome, we expect to share our values and contribute to our society. British citizenship is more than having a British passport but also a commitment to the UK and its people." 


Είναι γυναίκα, μαύρη και όχι πλούσια.

Δεν μπορούν να την κατηγορήσουν για ρατσισμό, σεξισμό, ελιτισμό, καπιταλισμό κλπ…

…αλλά και γενικά , είναι ζόρικη και δεν σηκώνει πολλά αστεία.

Θα γελάσουμε με αυτήν και τον Τραμπ, να τα βάζουν με τα ουράνια τόξα.

🙂

έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά μέχρι τα δεκαέξι και βάλε :


…Badenoch spent her childhood living in Lagos, Nigeria, and in the United States, where her mother lectured.[21][22] Badenoch has spoken about having a “very tough upbringing” in Nigeria. Her family lived in the middle class neighbourhood of Surulere and she was a student at the private International School of Lagos. Badenoch has described her background as "middle-class" but said in 2018 "Being middle class in Nigeria still meant having no running water or electricity, sometimes taking your own chair to school" and claimed that her family went through “periods of poverty” due to inflation.[23] She returned to the UK at the age of 16 to live with a friend of her mother's owing to the deteriorating political and economic situation in Nigeria, which had affected her family.[24] During her parliamentary maiden speech Badenoch stated that she was "to all intents and purposes a first-generation immigrant".[25],


Τα ινδάλματά της είναι η Θάτσερ (βλέπε τεράστιο πορτραίτο απο πάνω της) και ο Τσώρτσιλ ( βλέπε προτομή απέναντι στο παράθυρο)

:)



https://en.wikipedia.org/wiki/Kemi_Badenoch

7 Νοε 2024

ιατρικό «προλεταριάτο» και «πρεκαριάτο»



Μέχρι τώρα ξέραμε τους προλετάριους και το προλεταριάτο: 

μαρξιστικοί όροι  που επινοήθηκαν για να περιγράψουν τους εργάτες των υφαντουργείων , ανθρακωρρυχείων, μεταλλουργείων  και λοιπών  εργοστασίων που είχαν ξεκινήσει στην Αγγλία κυρίως με την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης. 

Άνθρωποι ξεριζωμένοι από τα χωριά τους λόγω φτώχειας και ακτημοσύνης ή από τις φτωχογειτονιές των πόλεων χωρίς δική τους ιδιοκτησία - ίσως ένα σπιτάκι στην καλή περίπτωση - που ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν για ένα μεροκάματο στα εργοστάσια  ή στα ανθρακωρυχεία,  από το πρωί ως το βράδυ.

Για αυτούς έγιναν οι κοινωνικοί αγώνες ώστε να αποκτήσουν κάποια δικαιώματα: το οκτάωρο της εργασίας, κάποιες αργίες και άδειες, κάποια ασφάλιση αργότερα, και, πολύ αργότερα, σύνταξη και κάποια άλλα δικαιώματα. 

Όλα αυτά θα γίνουν σιγά-σιγά με κοινωνικές αναταραχές, με συνδικαλισμό, με απεργίες αλλά με το φόβο της σοσιαλιστικής  και κομμουνιστικής πολιτικής αλλαγής.

Και έτσι,  στις διάφορες βιομηχανικές χώρες, βελτιώθηκε   σιγά-σιγά το βιοτικό επίπεδο των εργατών και έφτασαν στην Σουηδία οι εργάτες να οδηγούν Volvo και να καμαρώνουν ότι πλέον κατέκτησαν ένα επίπεδο ευμάρειας. 

Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν από το καλό στο καλύτερο.

 ….διότι έγιναν μεγάλες αλλαγές: 

κατάρρευση της σοβιετικής ένωσης και παγκοσμιοποίηση.

Ο μπαμπούλας των κομμουνιστών μηδενίστηκε αφού το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού κατέρρευσε σαν  χάρτινος πύργος.

Τα εργατικά σωματεία αποδυναμώθηκαν διότι τα εργοστάσια άρχισαν να μεταφέρονται στην Κίνα,  την Ινδονησία,το Πακιστάν , το Βιετνάμ και, γενικά, στον τρίτο κόσμο. 

Έτσι λοιπόν , όχι μόνο χρειαζόταν λιγότεροι εργάτες αλλά και ο πληθυσμός τους αυξήθηκε με την εισαγωγή  μεταναστών.

Έτσι ένας τεράστιος πληθυσμός από χειρώνακτες και μικροϋπάλληλους,  έφτασε να σκοτώνεται για μια κακοπληρωμένη θεσούλα.

Η τέλεια φάση για τα αφεντικά: 

πλήθος  εργατοϋπάλληλοι να σε παρακαλάνε για δουλειά, χωρίς καμία διάθεση και δυνατότητα να σε εκβιάσουν συνδικαλιστικά. 

Έτσι, ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα είχε στην πραγματικότητα μόνο ο δημόσιος τομέας , ο οποίος διογκώθηκε τόσο,  που κατέτρωγε τους κοινωνικούς πόρους που έπρεπε να πηγαίνουν στον ιδιωτικό… (που ήταν και ασθενέστερος οικονομικά και περισσότερο ανασφαλής).

Έτσι έφτασε το εφάπαξ στον ΟΤΕ και στην ΔΕΗ να ισοδυναμεί με το εφάπαξ 10 βιομηχανικών εργατών.

Όλα πληρωμένα από  τους φορολογούμενους.

Οι ανισότητες μεγάλωσαν έτι περαιτέρω.

Τώρα,  οι κεφαλαιοκράτες,  έπρεπε να τραγανίσουν και τα καθιερωμένα νομοθετικά δικαιώματα του προλεταριάτου…

…. και εφευρέθηκε καινούργιο κόλπο: 

η περίφημη ευέλικτη εργασία. 

Και αυτός ο όρος,   είναι μετάφραση από τον αγγλικό όρο “flexible work” , “flexible forms of employment”

Τώρα πλέον το προλεταριάτο έφτασε να  είναι σχεδόν  προνομιούχο σε σχέση με αυτούς της ευέλικτης εργασίας,  που λέγονται «πρεκαριάτο»:

είναι ένας νέος όρος απο την λέξη precarious,  που σημαίνει επισφαλής, ασταθής, αβέβαιος.

Το πρεκαριάτο είναι μια κοινωνική τάξη ανθρώπων που περιλαμβάνει άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση επισφάλειας, η οποία είναι προϋπόθεση ύπαρξης χωρίς προβλεψιμότητα, χωρίς ασφάλεια.  


Οι σύγχρονοι εργαζόμενοι που δουλεύουν πότε εδώ και πότε εκεί, σαν μπαλαντέρ, ανάλογα με τις ανάγκες διαφορετικών εργοδοτών, με βραχυχρόνιες μισθώσεις και με αντικείμενο που αλλάζει η διαφοροποιείται, λέγονται πρεκάριοι.

Όλοι αυτοί,  από την νομοθεσία, θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες (!) ενώ στην πραγματικότητα είναι τρισάθλιοι προσωρινοί εργάτες - ειδικευμένοι ή μη - ή επαγγελματίες.


Το πρεκαριάτο δεν  αφορά μόνο την τη βιομηχανία και τα γραφεία με τις εναλλασόμενες καθαρίστριες, τις γραμματείς και τους σεκιουριτάδες που δουλεύουν προσωρινά όπου χρειάζονται.

  Πρεκάριοι είναι και πλήθος ελεύθερων επαγγελματιών και βιοτεχνών που δουλεύουν με μικρές δουλειές φασόν: 

συγγραφείς/ δημοσιογράφοι freelancers, γραφίστες, επαγγελματίες πληροφορικής, ακόμη και σεφ και προσωπικοί βοηθοί.

 ….κυριολεκτικά χιλιάδες  επαγγέλματα.

 Για τον εργοδότη αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περικοπές στο κόστος, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η αμοιβή ασθενείας και μητρότητας και άλλα επιδόματα των εργαζομένων που δεν χρειάζεται να καλύπτονται.

 Η επισφάλεια των πρεκάριων  έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει τόσο την υλική όσο και την ψυχολογική τους υγεία και  ευημερία.


Τώρα πλέον, πρεκάριοι είναι ακόμη και επιστήμονες με υψηλή τεχνογνωσία… όπως γιατροί και κομπιουτεράδες.

Φτερά στον άνεμο με μικρές ή μεγάλες τρύπες ανεργίας  ανάμεσα στην απασχόληση στα διάφορα αφεντικά.

…όπως οι καθαρίστριες στα σπίτια.

…ή όπως πχ οι γιατροί που κάνουν λόκουμ στην Βρεταννία.

🙂

 Άτομα χωρίς μακροχρόνιες ή μόνιμες συμβάσεις και άτομα με βραχυπρόθεσμες επαφές , θεωρούνται όλοι πρεκάριοι.


Θεωρώ ότι όλες οι νέες σχέσεις εργασίας με σύμβαση έργου στην ιατρική,  όπως είναι οι επικουρικοί  γιατροί που κάνουν συνεχώς ανανεούμενες  συμβάσεις ή η μίσθωση ελεύθερων επαγγελματιών για μικρά χρονικά διαστήματα στα νοσοκομεία για να μπαλώνουν  τρύπες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύγχρονη μορφή πρεκαριάτου.

Είναι εργαζόμενοι που είναι ανασφαλείς,  διαχειρίσιμοι και αναλώσιμοι.

Άρα το πρεκαριάτο, τουλάχιστον στην ιατρική,  δεν αφορά μόνο τον ιδιωτικό τομέα αλλά αφορά και τον Δημόσιο. 

Αυτή είναι η σύγχρονη πολιτική φιλοδοξία της εργασιακής flexibility.

Γιατροί μπαλαντέρ, παντού. 

Έπεται συνέχεια.



Η γουρούνα και ο λύκος 4

Η πρώτη συνάντηση του λύκου με την κουκουβάγια, μάλλον δεν πήγε πολύ καλά.  Ή μάλλον    δεν πήγε όπως ακριβώς την περίμενε ο λύκος. Ενώ ο λύ...