Όταν είδα τον καπνό να βγαίνει κάτω από την πόρτα, φοβήθηκα: "φωτιά!" , είπα..."έπιασε φωτιά κάτι;"
"Μπαααα...ένα τσιγάρο είναι που το ξέχασα μέσα " είπε κάποιος και όλοι ησύχασαν.
Ρε σεις πήραμε Φωτιά! Τρεχάτε!
"Ασε ρε...σταμάτα...τίποτε δεν είναι...παίζε".
Να παίξω. Μπιρίμπα.
Μπιρίμπα και ξερό ψωμί.
Ντρεπόμουνα να ξαναρωτήσω, μην με πουν φοβιτσιάρη και υστερικό....αλλά το σπίτι θα καιγόταν... και μεις μαζί του.
Να πάρω πυροσβεστήρα? νερό? ...μόνος μου να τα βάλω με τη Φωτιά?
Δεν ήταν καν το δικό μου σπίτι...με νοίκι ήμουν.
Μια ζωή στο νοίκι.
Ας την έσβηναν οι νοικοκυραίοι.
Αλλά αυτοί ήταν μαλθακοί. Άχρηστοι.
Έβλεπαν ό,τι τους βόλευε.
Έπαιζαν μπιρίμπα, κουτσομπόλευαν ο ένας τον άλλο, έκλεβαν, γκομένιζαν.
Σκάρτοι ήτανε.
"Να πάνε να πνιγούν" είπα μέσα μου.
"Πάω μιά βόλτα", είπα, και άρχισα να τρέχω.